Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐναγώνιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναγώνιος -α -ο [enaγónios] Ε6 : (λόγ., για ενέργεια, έκφραση κτλ.) που γίνεται με μεγάλη ανησυχία και ένταση της ψυχής, με ψυχική αγωνία· αγωνιώδης: Εναγώνια προσπάθεια / προσδοκία / αναζήτηση. || Εναγώνιες επικλήσεις / κραυγές. Εναγώνιο ύφος / βλέμμα. εναγωνίως ΕΠIΡΡ με αγωνία, αγωνιωδώς: Aναμένω ~. Aναζητούσαν ~ λύση.

[λόγ. < αρχ. ἐναγώνιος· λόγ. < ελνστ. ἐναγωνίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες