Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐναίσιμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναίσιμος -ος -ο [enésimos] Ε17 : (λόγ., παρωχ.) μόνο στο ~ διατριβή, η διατριβή που υποβάλλεται σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα· διδακτορική διατριβή.

[λόγ. < ελνστ. ἐναίσιμος `που προμηνύει καλό΄ (αρχ. σημ.: `μοιραίος΄) σημδ. νλατ. dissertatio inauguralis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες