Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐμμί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμμισθος -η -ο [émisθos] Ε5 : για πρόσωπο ή για εργασία που αμείβεται με μισθό· (πρβ. μισθωτός). ANT άμισθος: ~ συμβολαιογράφος / υποθηκοφύλακας. Έμμισθη εργασία / υπηρεσία, μισθωτή.

[λόγ. < αρχ. ἔμμισθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες