Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμμισθος -η -ο [émisθos] Ε5 : για πρόσωπο ή για εργασία που αμείβεται με μισθό· (πρβ. μισθωτός). ANT άμισθος: ~ συμβολαιογράφος / υποθηκοφύλακας. Έμμισθη εργασία / υπηρεσία, μισθωτή.
[λόγ. < αρχ. ἔμμισθος]