Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐμμένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμμένω [eméno] Ρ αόρ. ενέμεινα, απαρέμφ. εμμείνει : (λόγ.) συνεχίζω να έχω, να πιστεύω ή να υποστηρίζω την ίδια ιδέα, άποψη κτλ.· είμαι ανυποχώρητος, σταθερός ή πιστός σε γνώμη, άποψη κτλ.: ~ στις απόψεις μου / στις ιδέες μου / στις πεποιθήσεις μου. ~ στη γνώμη μου. ~ στην αρχική μου πρόταση.

[λόγ. < αρχ. ἐμμένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες