Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελπίς η· ελπίδα· ’λπίδα· ολιπίδα· ολπίδα· ολπίς· ορπίδα.
-
- 1)
- α) Ελπίδα, προσδοκία:
- (Ερωφ. Δ´ 570)·
- β) φρ. έχω ελπίδα ή βάνω την ελπίδα = ελπίζω:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 93), (Ερωφ. Γ´ 210)·
- γ) έκφρ. παρ’ ελπίδα = απροσδόκητα, ανέλπιστα:
- (Λίβ. N 3190).
- α) Ελπίδα, προσδοκία:
- 2) Στήριγμα:
- (Ιμπ. 137).
- 3) Ως προσωποπ.:
- εστέκετον η Ελπίδα … και το έναν της το χέριν να δείχνει πάλε εις ουρανόν (Λίβ. (Lamb.) N 865).
[αρχ. ουσ. ελπίς. Ο τ. ελπίδα το 10. αι. (LBG) και σήμ. Οι τ. ολπίδα και ορπίδα και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- έλπισις η· όλπιση.
-
- Ελπίδα:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 224 κριτ. υπ).
[<ελπίζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 9. αι. (Soph.)]
- Ελπίδα: