Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐλαύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ελαύνω· ’λαύνω.
  • 1) Σύρω (αιχμάλωτο):
    • αρχηγόν ’λαύνουσιν τον μεγάλον (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 251).
  • 2) ?Ανακινώ:
    • όρνιθος κατοικιδίου νεοττόν … ελαύνων επί πολύ (Ιερακοσ. 4592).
  • 3) Οδηγώ, κατευθύνω:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 221ν).

[αρχ. ελαύνω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.· βλ. και λάμνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες