Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαία η [eléa] Ο25 : (λόγ.) η ελιά (το δέντρο και ο καρπός). ΦΡ κλάδος ελαίας, διάθεση ή πρόταση για ειρήνευση: Φέρω / προσφέρω / κομίζω κλάδο ελαίας.
[λόγ. < αρχ. ἐλαία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ελαία η· ελαιά· ελία· ελιά· ’λαία.
-
- 1) Ελαιόδεντρο:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 210).
- 2) Καρπός της ελιάς:
- Φαρίν εκαβαλίκεψεν κατάμαυρον ως ’λαίαν (Χρον. Τόκκων 229).
- 3) Ελιά του σώματος:
- τας εν τῃ ρινί ελαίας μελαίνας (Ιερακοσ. 34426).
- Ως προσωποπ.:
- έχω Ελαίαν την κυρά ηγουμένην (Πωρικ. I 45).
[αρχ. ουσ. ελαία. Ο τ. ελιά στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ’λαία και σήμ. ποντ.]
- 1) Ελαιόδεντρο: