Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐλάσσων
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελάσσων ελάσσων έλασσον [eláson] Ε αρσ. και θηλ. εν. γεν. ελάσσονος, αιτ. ελάσσονα, πληθ. ελάσσονες, γεν. ελασσόνων, αιτ. ελάσσονες, ουδ. γεν. ελάσσονος, πληθ. ελάσσονα, γεν. ελασσόνων : (λόγ.) μικρότερος, συνήθ. με ειδική σημασία σε όρους και εκφράσεις. ANT μείζων. 1α. που έχει μικρή σημασία ή απήχηση, που είναι λίγο ή λιγότερο γνωστός: Ελάσσονες ποιητές. Ελάσσονες ποιητικές φωνές. β. (λογ.) μικρότερος σε εννοιολογικό πλάτος: H ~ πρόταση / προκείμενη, η δεύτερη από τις δύο προκείμενες προτάσεις κατηγορικού συλλογισμού, αυτή που περιέχει και το υποκείμενο του συμπεράσματος. ~ όρος (κατηγορικού συλλογισμού), αυτός που αποτελεί το υποκείμενο του συμπεράσματος. 2. (μουσ.) για χαρακτηρισμό ενός από τους δύο βασικούς συνδυασμούς των μουσικών τόνων: ~ συγχορδία. ~ κλίμακα. ~ τρόπος.

[λόγ.: α: αρχ. ἐλάσσων (χρησίμευε ως συγκρ. του μικρός, σύγκρ. ελάχιστος)· β: σημδ. γαλλ. mineure· γ: σημδ. ιταλ. minore]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες