Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκρίπτω.
-
- 1) Πετώ εμπρός, απλώνω:
- (Βίος Αλ. 3550).
- 2) Φρ. εκρίπτω εαυτόν = πέφτω:
- (Ιερακοσ. 4411).
[αρχ. εκρίπτω. Πβ. επίθ. έκριπτος στον Τζέτζη (LBG)]
- 1) Πετώ εμπρός, απλώνω: