Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκρούω [ekrúo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : I. (γλωσσ.) προκαλώ έκκρουση. II. στη (λόγ.) ΦΡ πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται, το κακό θεραπεύεται μόνο με κακό.
[λόγ.: II: αρχ. ἐκκρούω· I: σημδ. γερμ. ausstossen]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκκρούω.
-
- 1) Εκτοξεύω, εκσφενδονίζω:
- εκκρουσαμένης της πέτρας, απελύθη της χωνείας συν ήχῳ βαρεί (Δούκ. 3116).
- 2) (Προκ. για όργανο) παίζω:
- την θαμπούραν μου … εξέκρουον (Διγ. Z 2874).
[αρχ. εκκρούω]
- 1) Εκτοξεύω, εκσφενδονίζω: