Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐκκλίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκκλίνω.
  • Α´ (Μτβ.) παρασύρω:
    • εις έρωτα … εξέκλινε τον κύρην της (Απολλών. 16).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Απομακρύνομαι:
      • πίστεως καθολικής μη εκκλίνοντα (Διάτ. Κυπρ. 50918).
    • 2) (Προκ. για τον ήλιο) γέρνω:
      • προς δυσμάς εξέκλινε το φως του ηλίου (Καναν. 496).

[αρχ. εκκλίνω. Βλ. και ξεκλίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες