Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐκδιώκω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκδιώκω [ekδióko] -ομαι Ρ3 αόρ. και εξεδίωξα, απαρέμφ. εκδιώξει : (λόγ.) με βίαιο τρόπο αναγκάζω κπ. να φύγει έξω από ένα χώρο, τον διώχνω έξω και μακριά· διώχνω, αποπέμπω: Tην εξεδίωξε κακήν κακώς. || αναγκάζω τον εχθρό να αποσυρθεί από τόπο τον οποίο κατέχει: Tα εχθρικά στρατεύματα εκδιώχθηκαν από τα πάτρια εδάφη.

[λόγ. < αρχ. ἐκδιώκω]

[Λεξικό Κριαρά]
εκδιώκω.
  • Σπρώχνω:
    • αλλήλους εκδιώκοντες οι πρώτοι τους δευτέρους (Βίος Αλ. 5732).

[αρχ. εκδιώκω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες