Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδικητικός -ή -ό [ekδikitikós] Ε1 : που ρέπει στην εκδίκηση ή εκφράζει διάθεση για εκδίκηση: ~ χαρακτήρας. Εκδικητικό βλέμμα / ύφος.
εκδικητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἐκδικητικός < ἐκδικητ(ής) -ικός]