Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκβολή η [ekvolí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : το μέρος όπου ένα ποτάμι εκβάλλει, χύνει τα νερά του, στη θάλασσα· (πρβ. δέλτα): Οι εκβολές του Aξιού.
[λόγ. < αρχ. ἐκβολή]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκβολή η.
-
- 1) (Προκ. για μέλος του σώματος) εξάρθρωση, βγάλσιμο:
- εάν γαρ εκβολήν ποιήσῃ … οστέον (Ιερακοσ. 4881).
- 2) Πτώση του ορθού εντέρου:
- Περί εκβολήν κόλου (Ιατροσ. κώδ. ωלζ´).
- 3) (Προκ. για πόρτα) άνοιγμα:
- (Προδρ. IV 432 χφφ HVPK κριτ. υπ).
- 4) (Προκ. για χρέος) καταβολή, εξόφληση χρέους:
- υπέρ εκβολής ποσότητος νουμισμάτων (Ψευδο-Σφρ. 54016).
[αρχ. ουσ. εκβολή. Βλ. και εβγολή. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για μέλος του σώματος) εξάρθρωση, βγάλσιμο: