Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐθισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθισμός ο [eθizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εθίζω· το να εθίζεται κάποιος σε κτ.: Ο ~ του οργανισμού στη νικοτίνη.

[λόγ. < αρχ. ἐθισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
εθισμός ο· ειθισμός.
  • Συνήθεια:
    • (Λόγ. παρηγ. O 224).

[αρχ. εθισμός. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες