Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εδαφιαίος, επίθ.
-
- (Προκ. για προσκύνηση, «μετάνοια») που φθάνει έως το έδαφος:
- ποιών εδαφιαίας μετάνοιας ενώπιον του καίσαρος (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 556).
[<ουσ. έδαφος + κατάλ. ‑ιαίος. Η λ. το 12. αι. και σε σχόλ.]
- (Προκ. για προσκύνηση, «μετάνοια») που φθάνει έως το έδαφος: