Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγγίζω [engízo] Ρ2.1α πρτ. ήγγιζα, αόρ. ήγγισα, απαρέμφ. εγγίσει : (λόγ.) αγγίζω. (έκφρ.) ~ / αγγίζω τα όρια*.
[λόγ. < αρχ. ἐγγίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εγγίζω· αγγίζω· ’γγίζω· παρατ. ενέγγιζα· αόρ. ενέγγισα· εγγίθην.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1) Είμαι κοντά, πλησιάζω, φτάνω:
- με τσ’ Ερωφίλης την παντρειά στ’ άστρ’ η κορφή σου ’γγίζει (Ερωφ. Α´ 456).
- 2) Προσβάλλω, θίγω:
- Το σφάλμα οπού στην τιμή αγγίζει και πληγώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 1063).
- 1) Είμαι κοντά, πλησιάζω, φτάνω:
- Β´ Μτβ.
- 1) Αγγίζω, ακουμπώ:
- Όπου κι αν είσαι πρόβαλε, Αλέξη, να σου ’γγίσω (Πανώρ. Ε´ 135).
- 2) Προσεγγίζω, πλησιάζω:
- να τοπομεταθέσομε, ν’ εγγίσομε το κάστρον (Λίβ. (Lamb.) N 685)·
- (προκ. για ασαφή προσδιορισμό αριθμού):
- άπαντα (ενν. τα ιερά φελονοπετραχήλια) εγγίζουσι τα χίλια (Παϊσ., Ιστ. Σινά 682).
- 3) Πλησιάζω ερωτικώς:
- «… τον αυθέντη μου να μη μου τον εγγίσεις» (Βέλθ. 985).
- 4)
- α) Πειράζω, ενοχλώ, προσβάλλω, πληγώνω:
- Ουδένα δεν απόμεινε σπίτι που να μη ’γγίξει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2365)·
- β) (μεταφ.) λυπώ, στενοχωρώ:
- ο πόνος είν’ στα σωθικά κι εις την καρδιά του αγγίζει (Ερωτόκρ. Δ´ 1436).
- α) Πειράζω, ενοχλώ, προσβάλλω, πληγώνω:
- 5) Ανήκω:
- η εντράδα οπού ήγγιζε της αυθεντίας (Ρωσσέρ. 88).
- 6) (Απρόσ.) ταιριάζει, αξίζει:
- Εσένα ’γγίζει να θρηνάς, όταν γελούσιν άλλοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1133]).
- 7) Αφορώ:
- το έκκλημα … εγγίζει της εκκλησίας και της αυλής της κοσμικής (Ασσίζ. 3123).
- 8)
- α) Παρακινώ, βιάζω:
- Εγώ ’μαι εκείνος ο θεός που με το φως μου αγγίζω το νου σας, να γυρεύετε δόξες (Ζήν. Πρόλ. 25)·
- β) πιέζω, αναγκάζω:
- δυναστικώς εγγίθη, γυναίκα αυτήν … να πάρει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1114]).
- α) Παρακινώ, βιάζω:
- 9) Επηρεάζω:
- διότι ο πεθαμένος ή η αποθαμένη ουδέν εγγίζουν τους λίζιους (Ασσίζ. 20614).
- 1) Αγγίζω, ακουμπώ:
[αρχ. εγγίζω. Ο τ. ’γγίζω και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. αγγ‑ και σήμ.]
- Α´ Αμτβ.