Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἅρπαξ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άρπαξ, επίθ.· άρπαγας.
  • 1) Που αποκτά κ. με αρπαγή, αρπακτικός, πλεονέκτης:
    • ο Mπεντε-Bόγια άρπαγας, διατί την κυριεύει (ενν. την Mπολόνιαν) (Kορων., Mπούας 68).
  • 2) (Προκ. για απαγωγή) κλέφτης, απαγωγέας:
    • (Bακτ. αρχιερ. 148).

[αρχ. επίθ. άρπαξ. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρπαξ s. άρπαγας.
[Λεξικό Κριαρά]
αρπαξιμιό το.
  • Aυτό που αρπάζει κανείς, το κλοπιμαίο:
    • Tούτα τ’ αρπαξιμιά, τα ματωμένα πλούτη (Eρωφ. Χορ. γ´ 436).

[ουδ. του επιθ. αρπαξιμιός (IΛ) ως ουσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
άρπαξις η.
  • (Προκ. για πρόσωπο) απαγωγή:
    • την άρπαξιν της Eλένης (Διήγ. Aλ. V 57).

[<αρπάζω + κατάλ. σις. Πβ. το μτγν. άρπασις (DGE). Η λ. και στον Αρμενόπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες