Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἅλωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άλωσις η.
  • Σύλληψη, αιχμαλωσία:
    • (Δούκ. 24114).

[αρχ. ουσ. άλωσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες