Παράλληλη αναζήτηση
36 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άλωνα η.
-
- Aλώνι:
- (Διήγ. παιδ. 596), (Φυσιολ. (Zur.) XVI 146).
[αρχ. ουσ. άλων η. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aλώνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλωνάδα η.
-
- Έκταση σαν αλώνι, κυκλική και ανοιχτόχρωμη:
- εφαίνουνταν μίαν αλωνάδα και ήσπριζεν ωσάν χιόνι (Διήγ. πανωφ. 55).
[<ουσ. αλώνι + κατάλ. ‑άδα]
- Έκταση σαν αλώνι, κυκλική και ανοιχτόχρωμη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνάκι [alonáci] το,
- ① little threshing floor:
- ανάμεσα στις μυγδαλιές άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο ~ (Christomanos) |
- παρέκει βρισκόταν το ~ μιανής χήρας, φτωχό το κακορίζικο με μια μονάχη θημωνιά (Prevelakis) |
- poem τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το ~ (i.e. Messolongi) (Solom) |
- κάτω στης μαργαρίτας τ' ~ | στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα (Elytis)
- ② region. children's game played in diverse ways
[der of αλώνι w. suff -άκι]
- ① little threshing floor:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλωνάρης ο [alonáris] Ο11 : (λαϊκότρ.) 1. ο αλωνιστής. 2. Aλωνάρης, ο μήνας Iούλιος.
[αλών(ι) -άρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- Αλωνάρης ο.
-
- O μήνας Iούλιος, κατά τον οποίο γίνεται το αλώνισμα:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 28813).
[<ουσ. αλώνι + κατάλ. ‑άρης. H λ. και σήμ. λαϊκ.]
- O μήνας Iούλιος, κατά τον οποίο γίνεται το αλώνισμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνάρης [alonáris] ο,
- ① thresher (syn αλωνιστής) region. & lit:
- συναχτήκανε οι χωριανοί κι ακούνε το Δεσπότη, ζευγάδες, περβολαραίοι, μεροκαματιάρηδες, αλωνάρηδες, λιχνιστάδες κλ. (Petsalis-D)
- ② Thresher, i.e. the month of July (syn αλωνιστής 2, Iούλιος):
- gnom που μοχτάει το χειμώνα χαίρεται τον αλωνάρη (of the working farmer) |
- κότα, πίτα το Γενάρη | και παπί τον αλωνάρη (τρώγε understood) |
- poem να κι ο ~, δουλευτής· όπου σταθεί, όπου γείρει, | τον κατατρέχει το λιοπύρι (Palam)
[fr LMG αλωνάρης 'July', der of αλώνιν]
- ① thresher (syn αλωνιστής) region. & lit:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωναριάτικα [alonarjátika] adv, region.
- in the month of July:
- κίνησε ~ να πάει ταξίδι
[der of αλωναριάτικος]
- in the month of July:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωναριάτικος, -η, -ο [alonarjátikos] region. (Kephall,
- Sterea etc) of or pertaining to July:
- ~ γάμος
[der of αλωνάρης w. suff -άτικος]
- Sterea etc) of or pertaining to July:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνεύω [alonévo]
- thresh (syn αλωνίζω):
- ~ το κριθάρι, το σιτάρι, τη βρόμη |
- poem δε θέλω γω, δεν καταδέχουμαι στης πομονής το αλώνι | σαν τη σκυφτή δαμάλα να ζευτώ και στάρια ν' αλωνεύω (Kazantz Od 14.301)
[fr K *ἁλωνεύω (K ἁλωνεύομαι 'work in the threshing floor'), der of K ἃλων f 'threshing floor']
- thresh (syn αλωνίζω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλώνι το [alóni] Ο44 : 1α.επίπεδος και συνήθ. κυκλικός χώρος που χρησιμοποιούνταν για το αλώνισμα των σιτηρών: Tο ~ με τις θημωνιές. Στάχυα απλωμένα στο ~. Tα μαρμαρένια* αλώνια. Είναι κτ. (σαν) ~, είναι πολύ μεγάλο. ~ είναι το δωμάτιο. ΦΡ χέστηκε η φοράδα* στ΄ ~. || (επέκτ.) για το χώρο στον οποίο ξηραίνουν τη σταφίδα: Σταφίδα απλωμένη στο ~. β. (λαϊκότρ.) το αλώνι με τη θημωνιά ή τα απλωμένα στάχυα καθώς και το αλώνισμα: Φυλάει το ~. Άρχισαν τα αλώνια. Έχουμε ~ σήμερα. ΦΡ τα έκανε ~, τα σκόρπισε. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) ονομασία διάφορων χώρων ή αντικειμένων συνήθ. κυκλικού σχήματος: Tο ~ του ελαιοτριβείου / πηγαδιού. Tο ~ του δοντιού, η μασητική επιφάνειά του. Tο ~ των αγίων, ο φωτοστέφανος. Tο ~ του ήλιου / φεγγαριού, η άλως.
αλωνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό αλώνι. 2. (λαϊκότρ.) ονομασία παιχνιδιού. [μσν. αλώνι(ν) < ελνστ. ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. ἅλως ἡ]