Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄψηφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άψηφος, επίθ.
  • Aνάξιος, περιφρονημένος:
    • πόθο βοσκού άψηφου (Πιστ. βοσκ. I 3, 96).

[<στερ. α‑ + ψηφώ· άσχ. το μτγν. επίθ. άψηφος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψηφοσύνη [apsifosíni] η,
  • ① carefree attitude, unconcern, insouciance (syn in αψηφησιά 1):
    • poem μα πε μου πώς ξενύχτιζες με τόσ' ~(Gryparis)
  • ② disregard, disdain, scorn, indifference (syn in αψηφησιά 2):
    • κάτι τρόποι και μια ~ένα καταφρόνιο για τους άλλους, που είναι να σκάσεις (Psichari)

[der of K(+) ἄψηφος w. suff -σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες