Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχαρις, -ις, -ι [áxaris] (L)
- ungracious, unattractive, disagreeable, unpleasant, thankless (syn αχάριστος2 2, άχαρος2 2, near-syn δυσάρεστος):
- συνεπείς στον άχαρι κι αντιπαθητικό μας ρόλο να λέμε την αλήθεια (Psathas) |
- αν επρόκειτο να εκμεταλλευθώ μόνο τις φραστικές αντιφάσεις, το έργο μου θα ήταν άχαρι και συνάμα περιττό (Chourmouzios)
[fr kath άχαρις ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG ἄχαρις, cpd w. χάρις]
- ungracious, unattractive, disagreeable, unpleasant, thankless (syn αχάριστος2 2, άχαρος2 2, near-syn δυσάρεστος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάριστα [axárista] adv
- w. ingratitude, ungratefully (ant ευγνώμονα):
- η πόλη τούτη .. πρέπει να γίνει παντοτινό παράδειγμα για όσους φέρονται ~ στη Pώμη (Roufos)
[der of αχάριστος]
- w. ingratitude, ungratefully (ant ευγνώμονα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχαριστία η [axaristía] Ο25 : η ιδιότητα του αχάριστου ανθρώπου· αγνωμοσύνη: Έδειξε μεγάλη ~. || η αχάριστη πράξη.
[λόγ. < αρχ. ἀχαριστία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αχαριστία η· αχαριστιά.
-
- Aγνωμοσύνη:
- (Πιστ. βοσκ. ΙΙ 5, 207).
[αρχ. ουσ. αχαριστία. H λ. και σήμ.]
- Aγνωμοσύνη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχαριστία [axaristía] η, (& αχαριστιά)
- ingratitude, ungratefulness (syn αγνωμοσύνη, ant ευγνωμοσύνη):
- μεγάλη, πικρή, χτυπητή ~ |
- folkt ρίχνει ο θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας (Megas) |
- κατέχει την ικανότητα να ευγνωμονεί, η αχαριστία τού είναι μισητή (Panagiotop) |
- ήταν η ώρα να πληρώσω για την ~ που του είχα δείξει (Melas) |
- συλλογιζόμουνα τον όγκο της αχαριστίας του τόπου .. προς έναν καλλιτέχνη, που είχε προσφέρει σοβαρές υπηρεσίες στην νεοελληνική σκηνή (id.) |
- τον ποτίζει διαρκώς με το φαρμάκι της αχαριστίας (GIoannou)
[fr postmed αχαριστία (bes αχαριστιά) ← AG (Xenoph, Demosth), der of αχάριστος]
- ingratitude, ungratefulness (syn αγνωμοσύνη, ant ευγνωμοσύνη):
[Λεξικό Κριαρά]
- αχάριστος, επίθ.
-
- Aγνώμων:
- (Eγκ. αγ. Δημ. 112258).
[αρχ. επίθ. αχάριστος. H λ. και σήμ.]
- Aγνώμων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχάριστος -η -ο [axáristos] Ε5 : που δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκαναν, που δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη· αγνώμονας: ~ άνθρωπος. Tου έσωσα τη ζωή και ούτε που το θυμάται ο ~. || Aχάριστη πράξη, που χαρακτηρίζεται από αχαριστία.
αχάριστα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀχάριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάριστος1 [axáristos] ο,
- ungrateful person, ingrate:
- δεν είχε κανένα λόγο να χάνει την ώρα του με τους αχάριστους και τους ανεπρόκοπους (Panagiotop) |
- δεν το χώνεψα να παινούν μπροστά μου έναν υποκριτή και αχάριστο (Tsirkas) |
- poem κι ελησμόνησα αλήθεια ως ~ | τις παλιές σου κι αδρές καλοσύνες (Skipis)
[substantiv. m of αχάριστος2]
- ungrateful person, ingrate:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάριστος2, -η, -ο [axáristos]
- ① showing no gratitude, ungrateful (syn αγνώμων, ανευχαρίστητος 2, ant ευγνώμων):
- αχάριστα παιδιά |
- φάνηκε ~ στους γονείς του |
- folkt αχ, αχάριστε άνθρωπε, δεν σ' έφτανε η καλοσύνη που σου 'καμα; (Loukatos) |
- θα ήμουν αχάριστη στον Π., αν δεν ομολογούσα πως του χρωστώ κάτι πολύ μεγάλο (Drosinis) |
- ξέρω τις θυσίες σου· σ' ευχαριστώ· δεν είμαι ~ (Karagatsis) |
- ο άνθρωπος έγινε ~ .. αντί να ευγνωμονεί τους μεγάλους εφευρέτες, που του έκαμαν τόσο άνετη τη ζωή (Floros) |
- rembetiko song εγώ που τόσα χρόνια υπόφερα πικρά· | γιατί να με προδώσεις, αχάριστη καρδιά; (IPetrop) |
- poem μη δίνετε πια το αίμα σας | στους μεγάλους καταχτητάδες, στους αχάριστους βασιλιάδες (Karyotakis)
- ② ungracious, unattractive, disagreeable, unpleasant, thankless (syn in άχαρις):
- ~ ρόλος |
- αχάριστη επιχείρηση, εργασία |
- άγονη και αχάριστη γη |
- η αχάριστη δουλειά της γκουβερνάντας |
- δε γνωρίζει το σκληρό κι αχάριστο μόχθο άλλων λαών (Ouranis) |
- δίνει μιαν ήρεμη γραφικότητα στον αχάριστο σκηνικό χώρο (Terzakis) |
- χαρακτήρισα για αχάριστο και ανιδιοτελές το έργο του μεταφραστή (Papatsonis) |
- η μικρασιατική καταστροφή βρήκε την νεοελληνική λογοτεχνία στην πιο αχάριστη ώρα μιας οδυνηρής εφηβείας (Dimaras)
[fr postmed, MG αχάριστος ← K, AG, cpd w. *χαριστός (: χαρίζομαι)]
- ① showing no gratitude, ungrateful (syn αγνώμων, ανευχαρίστητος 2, ant ευγνώμων):
[Λεξικό Κριαρά]
- αχαριστώ.
-
- Δεν είμαι ευχαριστημένος με κάπ., παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ εναντίον κάπ.:
- λέγει (ενν. η Δυστυχία) αχαρίστας την οπόταν εδυστύχεις (Λόγ. παρηγ. L 476).
[αρχ. αχαριστέω]
- Δεν είμαι ευχαριστημένος με κάπ., παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ εναντίον κάπ.: