Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄφωνος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άφωνος, επίθ.
  • 1) Που δεν έχει φωνή, άλαλος·
    • (προκ. για νεκρό) που δε βγάζει φωνή, που έμεινε χωρίς φωνή:
      • (Διγ. Esc. 1841).
  • 2) Άναυδος, «βουβός»:
    • (Aχιλλ. N 1638).

[αρχ. επίθ. άφωνος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφωνος -η -ο [áfonos] Ε5 : 1.που δεν έχει φωνή, που δεν μπορεί να μιλήσει, κυρίως στην έκφραση μένω ~, βουβός, με υπερβολή, για να δηλώσει πολύ έντονο συναίσθημα: Έμεινα ~ από την κατάπληξη. ΦΡ ~ ιχθύς*. ιχθύος* αφωνότερος. 2. (γραμμ.) Άφωνα γράμματα, αυτά που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν προφέρονται καθόλου, όπως το ένα από τα δύο όμοια σύμφωνα. Άφωνοι φθόγγοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, τα άηχα σύμφωνα. άφωνα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < αρχ. ἄφωνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφωνος1 [áfonos] ο,
  • speechless person, mute (syn άλαλος1 1, βουβός, μουγγός):
    • poem και του άφωνου η φωνή και του έρμου η κοινωνία |..| κι όσα απ' τ' αδύνατα πιο πέρα | θα γίνουν όλα αλήθεια κλ (Kanellop)

[substantiv. m of άφωνος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφωνος2, -η, -ο [áfonos]
  • ① unable to speak, lacking speech, mute, dumb (syn αλάλητος B1, άλαλος2 1, βουβός, μουγγός):
    • σα να της έλεγε κάτι από μέρους εκεινής της νεκρής της άφωνης (Christomanos) |
    • κακά λογαριάζονται γι' άφωνα τα ψάρια· γιατ' είναι ψάρια οπ' έχουνε φωνή (Bastias) |
    • ο γιος τους όμως ο ~ .. από το φόβο και την αγωνία βρήκε τη φωνή του (Kakridis)
  • ② producing no voice, voiceless, speechless, mute (syn αλάλητος B2, άλαλος2 2, αμίλητος 1a, αφωνάλαλος 1, βουβός):
    • ~ θεατής, μάρτυρας |
    • άφωνο θύμα, πλήθος |
    • άφωνα βατράχια, πουλιά |
    • ~ από αγωνία, πόνο, συγκίνηση |
    • κοιτάζει, στέκει ~ |
    • παρακολουθεί ~ τη σκηνή |
    • για πολλήν ώρα δεν ετολμούσαν ένας να αντικρύσει τον άλλον (Karkavitsas) |
    • ο κρητικός κόσμος ανήκει στους άφωνους κόσμους της προϊστορίας (Panagiotop) |
    • κοίταξε μια στιγμή κυκλικά τα πρόσωπα, που περίμεναν άφωνα (Seferis) |
    • απ' έξω άφωνες είχαν μαζευτεί γυναίκες του σοκακιού (Tsirkas) |
    • poem εκεί εμαζέψαμε άφωνοι τα εκτεθειμένα μέλη (Peranthis)
  • ⓐ dumbstruck, speechless, stunned (syn άλαλος2 4, άναυδος, βουβός):
    • άφωνοι, κατάπληκτοι, σιγόκλαιγαν, χτυπούσαν τα χέρια απο απελπισία (Xenop) |
    • η μονομαχία .. έγινε αμέσως μπροστά στην άφωνη και τρομοκρατημένη T. (Skouzes) |
    • είχε μείνει ~ μπροστά σ' αυτή την αποκάλυψη (Roussos) |
    • έμεινε ~ μπροστά σ' έναν πίνακά του (Karouzos)
  • ③ not accompanied or expressed by speech or voice, marked by speechlessness, silent, mute (syn άλαλος2 3, αμίλητος 2, βουβός, σιωπηλός):
    • ~ θρήνος, σπαραγμός |
    • άφωνη απάντηση, γλώσσα, έκφραση, επαφή, ικεσία,συνεννόηση |
    • άφωνη έκσταση, θλίψη, λαχτάρα, οδύνη, προσευχή |
    • άφωνο διάβασμα |
    • άφωνο κλάμα, μαρτύριο, πένθος |
    • άφωνα σχόλια |
    • ~ ερωτικός διάλογος |
    • ~ κινηματογράφος silent cinema (syn βουβός κινηματογράφος) |
    • να δεχτεί μιαν άφωνη παρηγοριά απ' τ' αγνά του τα μάτια (Xenop) |
    • τον κοίταξε μεσ' τα μάτια σ' ένα άφωνο κάλεσμα (Panagiotop) |
    • έβλεπαν με θαυμασμό κι άφωνη έκπληξη τον ωραίο, ψηλόν άντρα (ChZalokostas) |
    • άρχισε το αγόρι να τους εξηγεί με νοήματα και άφωνους φθόγγους (Asimakop) |
    • poem .. οι Kανάρηδες | και οι Kαραΐσκοι | με σέβας άφωνο | σε τριγυρνούν (Markoras) |
    • τα χείλη σου τρέμοντας | φλυαρούσαν | άφωνες λέξεις (Sfakianakis)
  • ⓑ marked by silence, silent, noiseless, quiet (syn αθόρυβος, αφωνάλαλος 2, βουβός, ήσυχος):
    • άφωνη νύχτα |
    • άφωνο σπίτι |
    • ο δρόμος ήτανε θεοσκότεινος· η γειτονιά άφωνη (FPolitis) |
    • τα κελιά είναι άφωνα· ο μικρός πληθυσμός αναπαύεται (Panagiotop) |
    • poem .. θωρώ | τη γη στα πόδια μου άφωνη κλ (KChatzop) |
    • .. έσπασαν οι ανέμοι τα κατάρτια του | μες στη σταχτιά ερημιά, στην άφωνη βουή της θάλασσας (Ritsos)
  • ④ ling άφωνα σύμφωνα (or άφωνοι φθόγγοι) mute or non-sibilant fricative consonants
  • ⓒ unpronounced, unsounded, silent:
    • το γράμμα υ είναι άφωνο στη λέξη εύφορος

[fr postmed, MG άφωνος 'mute' ← K, AG, cpd w. φωνή; cf αλλόφωνος, βαθύ-, βροντό-, ελληνό-, εύ-, ημί-, μεγαλό-, ξενόφωνος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες