Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄφθιτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άφθιτος, -η, -ο [áfθitos] (L)
  • imperishable, everlasting, undying, permanent (syn in άφθαρτος 3):
    • άφθιτη δόξα |
    • ο φιλοσοφικός λόγος .. είναι αιώνιος και αέναος· η αξία του είναι άφθιτη (Athanas) |
    • εδώ έγκειται και η σημασία αυτών των φιλοσόφων στην ιστορία της σκέψης, αλλά και η άφθιτη παρουσία τους (Malevitsis)

[fr kath άφθιτος ← K (also pap), AG (Homer+), cpd w. φθιτός (: φθίω, φθίνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες