Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄτοπος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άτοπος, επίθ.
  • Aπρεπής, ανάρμοστος:
    • πράξεις … ατόπους (Eις Θεοτ. 66).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = παράνομες πράξεις:
    • ο εμπαλής … εντέχεται να ζημιωθεί, όταν πιάσει τα άτοπα (Aσσίζ. 320).

[αρχ. επίθ. άτοπος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτοπος -η -ο [átopos] Ε5 : 1.που έρχεται σε αντίφαση με τη λογική· παράλογος, παράδοξος: Άτοπο συμπέρασμα. || (λογ.) για ιδέα που περικλείει εσωτερική αντίθεση ή για κρίση ή υπόθεση που αντιφάσκει σε λογικά αναγκαία αλήθεια: Mια πρόταση μπορεί να είναι λογική (ψευδής ή αληθής) ή άτοπη. 2. που είναι αταίριαστος προς την περίσταση: Άτοπα αστεία. Άτοπη συμπεριφορά. Άτοπες πράξεις. 3. (ως ουσ.) το άτοπο*. άτοπα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄτοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτοπος, -η, -ο [átopos]
  • ① lacking specific local references, unlocalized:
    • στην τόσο πλούσια ελληνική μυθολογία .. καμιά ιστορία δεν μένει άχρονη, άτοπη και απρόσωπη (Kakridis) |
    • να μετατρέψουν μιαν άχρονη και άτοπη ναυτική περιπέτεια σε ιστορικά προσδιορισμένη ανθρώπινη εμπειρία (Maronitis)
  • ② out-of-place, out-of-order, incongruous, inopportune (syn αταίριαστος 3, near-syn άκαιρος 1):
    • άτοπη ευθυμία, οικειότητα, τυπικότητα |
    • άτοπο ερώτημα |
    • ο Γ., απόνηρος άνθρωπος, δεν παρατήρησε τίποτις άτοπο (Eftaliotis) |
    • κινδυνεύει κανείς να χάσει τη σοβαρότητά του με άτοπες παρεμβάσεις σε περιοχές ιδεών, όπου είναι απληροφόρητος (Papanoutsos) |
    • εμείς στις θετικές επιστήμες δεν επιτρέπεται να μένομε οι τελευταίοι και άτοποι αμύντορες της καθαρεύουσας (Louros)
  • ⓐ improper, unseemly, unbecoming, undecorous (syn ανάρμοστος 2, απρεπής, αταίριαστος 5):
    • άτοπη αντιδικία, ειρωνεία, φιλοδοξία |
    • άτοπο φέρσιμο |
    • άτοπα λόγια |
    • το σερβίτσιο τσάι το δέχτηκε με χαρά, δίχως να φανταστεί πως έκανε τίποτις άτοπο (Psichari) |
    • μου φαινόταν κι άτοπο να διασκεδάζω, σε καιρό που κείνη τόσον έπασχε (Kondylakis) |
    • στάθηκα πλάι στην οικογένειά του, για να υπερασπίσω δημοσία τη μνήμη του και τις άτοπες επιθέσεις των εχθρών του (Melas) |
    • υπάρχει σ' αυτή την υπόθεση κάτι το άτοπο, που μοιάζει λιγάκι με τυμβωρυχία (Chatzinis)
  • ③ inappropriate, mistaken, wrong (near-syn άστοχος 2c, εσφαλμένος, λανθασμένος):
    • μια τέτοια γνώμη σίγουρα .. θα ενισχύθηκε από την άτοπη σύγχυση .. με το βιαστικό και πρόχειρο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ των εφημερίδων (Sachinis) |
    • θα φτάναμε με τον τρόπο τούτο σε γενικεύσεις άτοπες και μαζί αδικαιολόγητες (Chourmouzios)
  • ⓑ incongruous, absurd, paradoxical (near-syn παράδοξος, παράλογος):
    • άτοπη δικαιολογία, πρόταση |
    • άτοπο συμπέρασμα |
    • διαμαρτυρία εναντία σ' ένα τόσο άτοπο καθεστώς, που για να υπάρχει, χρειάζεται τον παράλογο φόνο .. τόσων πλασμάτων (Theotokis) |
    • ακολουθία άτοπη (ασυμβίβαστη με τις αρχές του ορθού λόγου) (Papanoutsos) |
    • είναι ~ ο ισχυρισμός ότι ο παγκόσμιος νους είναι χωρίς αυτοσυνείδηση (Kanellop)

[fr kath άτοπος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες