Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄταφος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άταφος, επίθ.
  • Άθαφτος:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1604).

[αρχ. επίθ. άταφος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άταφος -η -ο [átafos] Ε5 : που δεν τον έχουν ενταφιάσει· άθαφτος: Άταφο πτώμα. ~ νεκρός και ως ΦΡ για ό,τι κακό έχει πάψει να υπάρχει, έχει καταργηθεί, αλλά συνεχίζει κατά κπ. τρόπο να ζει, να δηλώνει την παρουσία του: H καθαρεύουσα, αυτός ο ~ νεκρός, μας βασανίζει ακόμα.

[λόγ. < αρχ. ἄταφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άταφος, -η, -ο [átafos] (L)
  • lacking a grave, unburied, uninterred (syn άθαφτος):
    • θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί, που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν (Tsirkas) |
    • αλητεύουν λατρεύοντας την αγελάδα, κυρίαρχη στους δρόμους και άταφη όταν ψοφήσει (Louros)
  • ⓐ graveless:
    • αυτά τα άταφα οστά these graveless bones |
    • poem άταφ' αμοιρολόητα | σέπονται τα κουφάρια | στου λόγγου τα χορτάρια (Valaor)

[fr postmed, MG άταφος ← K (pap), AG ἄταφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες