Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρτυμα το [ártima] Ο49 : 1.καθετί που προστίθεται στο φαγητό για να το νοστιμίσει· καρύκευμα: Tο αλάτι και το πιπέρι είναι τα πιο συνηθισμένα αρτύματα. 2. φαγητό που δεν είναι νηστίσιμο.
[αρχ. ἄρτυμα (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρτυμα το.
-
- 1) Kαρύκευμα (μεταφ.):
- η ανάπαυσις έναι περίχυμα και άρτυμα του κόπου (Σοφιαν., Παιδαγ. 113).
- 2) Φαγητό μη νηστήσιμο:
- ομνύω … γ´ Kυριακάδας το άρτυμα ου μη φάγω (Σταφ., Iατροσ. 12333).
[αρχ. ουσ. άρτυμα. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαρύκευμα (μεταφ.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρτυμα [ártima] το,
- ① savory ingredient (sauce, spice etc) added to food, seasoning, dressing (syn αρτυμή 1, άρτυσμα, L καρύκευμα):
- gnom η πείνα είναι το καλύτερο ~για το κρέας (Vrettakos) |
- τα χόρτα τις περισσότερες φορές τα 'τρωγαν χωρίς ~ (Nenedakis)
- ⓐ condiment, appetizer, relish (syn μεζές, ορεκτικό):
- τρώνε τουρσιά, λαχαναρμιές, ειδών ειδών αρτύματα, απ' αυτά που κάνουν το ρακί να κατεβαίνει μια χαρά (ChZalokostas)
- ② fig that which adds spice or interest to sth, enlivening or stimulating element, seasoning (near-syn σάλτσα):
- gnom η φιλονικία είναι το πραγματικό ~της επιστήμης (Kontogiannis) |
- διχογνωμίες, σκανδαλοθηρίες, διασυρμοί, συκοφαντίες .. θεωρούνται στον τόπο μας απαραίτητο ~ της δημόσιας ζωής (Terzakis, adapted)
[fr postmed άρτυμα ← Κ, ΑG ἄρτυμα, der of ἀρτύω]
- ① savory ingredient (sauce, spice etc) added to food, seasoning, dressing (syn αρτυμή 1, άρτυσμα, L καρύκευμα):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρτυματικόν το.
-
- Aρωματική ουσία για την άρτυση των εδεσμάτων, καρύκευμα:
- Tο δικαίωμαν πάντων των αρωματικών, τουτέστιν όλων των αρτυματικών (Aσσίζ. 2391).
[ουδ. του επιθ. αρτυματικός ως ουσ. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Aρωματική ουσία για την άρτυση των εδεσμάτων, καρύκευμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτυματικός, -ή, -ό [artimatikós] (L)
- serving as a seasoning or condiment, savory:
- ο δυόσμος είναι φυτό αρτυματικό και αρωματικό
[fr MG (Souda) αρτυματικός, der of άρτυμα]
- serving as a seasoning or condiment, savory: