Παράλληλη αναζήτηση
52 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άρτι, επίρρ.· άρτε.
-
- 1) Tώρα, αυτή τη στιγμή:
- (Aσσίζ. 41315).
- 2) Προ πολλού:
- Θαυμάζομαι άρτι τον θυμόν της ερωτοκρατίας (Λίβ. (Lamb.) N 440).
- 3) Tώρα πια, του λοιπού:
- άρτι προσκύνησον αυτήν, δουλώθησε εις αύτην (Λίβ. P 2796).
- 4) (Παρακελευσμ.):
- Άρτε, καλή μου, πέρασε τα κρύα και τα χιονάτα (Διγ. Esc. 1263).
[αρχ. επίρρ. άρτι. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Tώρα, αυτή τη στιγμή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρτι [árti] adv (L)
- a short while ago, newly, lately, recently (syn μόλις, πρόσφατα, τελευταία):
- ~αφιχθέντα εμπορεύματα (syn νεοαφιχθέντα εμπορεύματα) |
- βιβλίο ~ εκδοθέν (syn νεοεκδοθέν βιβλίο)
[fr kath άρτι ← postmed, MG ← K (also pap), AG ἄρτι]
- a short while ago, newly, lately, recently (syn μόλις, πρόσφατα, τελευταία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτι- [arti] pref (L)
- recently, newly, new (syn νεο-):
- αρτιγέννητος, αρτισύστατος, αρτιφανής etc.
- recently, newly, new (syn νεο-):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτι- 1 [arti] & αρτί- [artí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ., επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό έχει συμβεί πρόσφατα, πριν από λίγο: ~γέννητος, ~θανής, ~σύστατος. || (ιατρ.) αρτίζωος, ολιγόζωος.
[λόγ. < αρχ. ἀρτι- < επίρρ. ἄρτι `τώρα μόλις΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀρτι-θανής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτι- 2 : (λόγ.) α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό είναι άρτιο, πλήρες, ακέραιο, ταιριαστό: ~επής, ~μελής, ~έπεια, ~μέλεια.
[λόγ. < αρχ. ἀρτι- (δες στο αρτι- 1) (στη σημ.: `ταιριαστά΄) ως α' συνθ.: αρχ. ἀρτι-μελής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρτια [ártia] adv (L)
- properly, perfectly, fully, completely (syn αρτίως, near-syn σωστά, τέλεια):
- αναπτύσσεται, ζει ~ |
- ~ ειδικευμένος, εκπαιδευμένος, μορφωμένος, οπλισμένος, ρυθμισμένος |
- ~ εξοπλισμένο νοσοκομείο |
- ~ συγκροτημένο εκπαιδευτικό σύστημα |
- να αξιοποιηθούν ~ οι δυνάμεις της τεχνικής |
- τα πρόσωπα του έργου αποδόθηκαν ~ από τους ηθοποιούς |
- γυρεύουν να εκπληρώσουν ~ τον προορισμό τους (Palam) |
- ξεκινούν για τη ζωή με ~ ισορροπημένες τις ψυχικές τους δυνάμεις (Tsatsos) |
- η έμπνευση του καλλιτέχνη είναι ελεύθερη να διαλέξει τον τύπο, που θα την εκφράσει αρτιότερα (Papanoutsos) |
- το ζήτημα υπάρχει .. ακόμη και όπου οι μηχανογραφικές υπηρεσίες είναι αρτιότατα οργανωμένες (Panagiotop)
[fr K, AG ἄρτια, der of ἄρτιος]
- properly, perfectly, fully, completely (syn αρτίως, near-syn σωστά, τέλεια):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρτιγενής, επίθ.
-
- Έφηβος:
- παίδα ξανθόν, αρτιγενή, μακρόν τῃ ηλικίᾳ (Διγ. Z 2615).
[μτγν. επίθ. αρτιγενής με παρεξηγημένη τη σημασ. από επίδρ. του ουσ. γένειον]
- Έφηβος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτιγενής -ής -ές [artijenís] Ε10 : (λόγ.) που γεννήθηκε ή που δημιουργήθηκε πρόσφατα.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγενής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτιγέννητο [artiyénito] το, (L)
- newborn individual (syn νεογέννητο):
- μοιράζει πάνω στις κούνιες των αρτιγέννητων τα δώρα (Terzakis)
[substantiv. n of αρτιγέννητος]
- newborn individual (syn νεογέννητο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτιγέννητος -η -ο [artijénitos] Ε5 : (λόγ.) που έχει γεννηθεί πρόσφατα· νεογέννητος: Aρτιγέννητο βρέφος.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγέννητος]