Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄξυλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άξυλος, -η, -ο [áksilos]
  • lacking firewood, woodless:
    • ~ τόπος |
    • ολόκληρη περιοχή είναι άξυλη

[fr K, AG ἄξυλος, surviving in Pontic dial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες