Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνοος, -η, -ο [ánoos] (& region. άνογος)
- not understanding, brainless, light-headed (syn άμυαλος):
- είναι ~ |
- άνοο πράμα που 'σαι! |
- άνοα (άνογα) παιδιά |
- τα άνοα αυτά φαντάσματα τα εξουσιάζει στο βάθος η λαχτάρα της ζωής (Delmouzos)
[fr AG ἄνοος or fr ModG άνοος, cpd of ἀ- and νοῶ]
- not understanding, brainless, light-headed (syn άμυαλος):