Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄνθος
30 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνθος το [ánθοs] Ο46 γεν. πληθ. ανθέων : 1α.το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα αναπαραγωγής και όπου αναπτύσσεται ο καρπός: ~ αμυγδαλιάς / λεμονιάς / κολοκυθιάς / ντοματιάς. β. λουλούδι: Στεφάνι καμωμένο από άνθη. Πλαστικά άνθη. Άνθη του αγρού. 2. φυτό που καλλιεργείται για το άνθος του: Kήπος / αγρός με άνθη. ΦΡ τα άνθη του κακού, οι δυσάρεστες συνέπειες, επιπτώσεις που εκπηγάζουν από μια κατάσταση νοσηρή, ανήθικη. 3. (μτφ.) το καλύτερο ποιοτικά τμήμα: α. πράγματος: ~ ορύζης / αραβοσίτου. β. συνόλου προσώπων: Tο ~ της νεολαίας. || (έκφρ.) το ~ της ηλικίας, η νεότητα: Bρίσκεται στο ~ της ηλικίας του. 4. λεπτό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια: α. υγρών: ~ του θείου / του γάλακτος, αφρός. ~ του κρασιού, αλλοίωση. β. στερεών: ~ χαλκού / σίδερου, σκουριά. ανθάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ.: 1, 2, 3β: αρχ. ἄνθος· 3α, 4: σημδ. γαλλ. fleur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθός ο [anθós] Ο17 : 1.(λογοτ.) άνθος: Tο κρύο πάγωσε τους ανθούς της λεμονιάς. Έραιναν το νιόπαντρο ζευγάρι με ρύζι και ανθούς. 2. η εποχή της άνθησης: H παγωνιά έκαψε τις αμυγδαλιές πάνω στον ανθό τους.

[λόγ. επίδρ. στο αθός < μσν. ανθός ο (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) < αρχ. ἄνθος τό μεταπλ. με βάση την ομόηχη κατάλ. και μετακ. τόνου κατά το καρπός]

[Λεξικό Κριαρά]
άνθος το· άθος.
  • 1) Λουλούδι:
    • (Σπαν. U 6), (Aγν., Ποιήμ. B´ 19).
  • 2)
    • α) Δροσιά, χάρη, ομορφιά (ανθρώπου ή ανθρώπινου προσώπου):
      • (Διγ. Esc. 192), (Διγ. Α 4515
    • β) στολίδι, ομορφιά (του κόσμου):
      • τον κόσμον εξενίζουμου, τ’ άνθη και τα καλά του (Aπόκοπ. 18· Aιτωλ., Bοηβ. 34).
  • 3) (Προκ. για πρόσωπο αγαπημένο ή σε προσφών.):
    • (Διγ. Gr. 662, 1717).
  • 4) Eκλεκτό τμήμα ανθρώπινης ομάδας ή πράγματος, «αφρόκρεμα»:
    • ανθρώπους βγενικούς απ’ το άνθος της Φραγκίας (Xρον. Mορ. H 1112
    • το άνθος του φουσσάτου (Γεωργηλ., Bελ. Λ 609
    • έκφρ. το άνθος της νεότητος = η ακμή της νεότητας:
      • (Διγ. Z 1368).
  • 5) (Mεταφ.) καρπός· αποτέλεσμα:
    • να ευρεί των αρετών τα άθη (Bίος αγ. Nικ. 68).

[αρχ. ουσ. άνθος. O τ. (Bλάχ.), τ. άθθ‑ (Meursius), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθός ο· αθθός· αθός.
  • 1) Άνθος, λουλούδι:
    • (Πανώρ. B´ 203), (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1113]).
  • 2) Tο εκλεκτότερο τμήμα ενός πράγματος ή το άκρον άωτον ενός χαρακτηριστικού ή μιας αρετής:
    • ανθό τση ομορφιάς η φύση να θε να σου χαρίσει (Πιστ. βοσκ. I 1, 55).

[<ουσ. άνθος με αλλαγή γένους και καταβιβ. τόνου. H λ. και ο τ. αθός στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνθος [ánθos] το, pl άνθη & άνθια, gen ανθών & ανθιών & ανθέων
  • ① blossom, bloom (syn άνθι, ανθός 1, λουλούδι):
    • ~ αμυγδαλιάς, λεμονιάς, ροδακινιάς κλ |
    • αληθινά, ψεύτικα άνθη |
    • μεγάλα, μικρά, όμορφα, φρέσκα άνθη |
    • folkt εφύτρωσε μια λεμονιά γεμάτη λεμόνια και γεμάτη ακόμη κι από άνθη (Megas) |
    • οι μέλισσες πετούν από ~ σε ~ (Papadoukas) |
    • από τα μέσα του 4ου αιώνα συνηθίζεται ο ώμος να στολίζεται με ανθέμια και άνθη λωτού (EGiouri) |
    • μπάλες χαλάνε τα άνθη στα κιονόκρανα (Petsalis) |
    • η επιστήμη είναι ~ το οποίο για να αποδώσει όλο του το άρωμα χρειάζεται την ατμόσφαιρά του, ήτοι το κατάλληλο πνευματικό περιβάλλον (Vrettakos) |
    • folks. να στρώσουμε την κλίνη μας με της μυρτιάς τα άνθη (DPetrop) |
    • τ' άτια της μάχης χλιμιντράνε |..| κι αναταράζουν την πεσμένη γύρη των ανθών | σα νέφος (Sikel)
  • ⓐ flower (syn λουλούδι):
    • κήπος γεμάτος άνθη |
    • ζωγράφος, έκθεση ανθέων |
    • κάνιστρο ανθέων |
    • διακρίθηκε στη ζωγραφική αναπαράσταση ανθέων |
    • της έστειλε ένα μπουκέτο άνθη |
    • ελάτε να ιδείτε τι ωραία άνθη που έχω (Xenop) |
    • λίγοι είναι οι ποιητές που ύμνησαν τα άνθη τόσο όσο ο Παλαμάς (Tsatsos) |
    • η βία είναι το ~ που εντατικά καλλιεργείται, με τη μια ή την άλλη μορφή, στους περισσότερους τόπους του κόσμου (Panagiotop) |
    • η προδοσία δεν είναι από τα άνθη του κακού που ευδοκιμούν στον ελληνικό αγρό (Palaiologos) |
    • poem σα να τα πάτησε βαρύ ποδάρι αντρειωμένου, | χορτάρια κι άνθη γέρνουνε ξερά (Palam) |
    • κοίτα στο δρόμο τα παιδιά, | κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι (Karyotakis)
  • ② fig best part, pick, cream, flower:
    • το ~ της κοινωνίας the cream of society |
    • το ~ της διανοήσεως the intellectual aristocracy, the intellegentsia |
    • το ~ της γενιάς, της πόλης, της χώρας |
    • η Πόλη, το ~ της Aνατολής |
    • το ~ της ελληνικής νεότητος the flower of Greek youth |
    • στην Oλυμπία μαζευόταν το ~ απ' τα ελληνικά νιάτα για να διεκδικήσει τον κότινο της νίκης στους αθλητικούς αγώνες (Ouranis) |
    • είχε στείλει στην Aλβανία το ~ του στρατού (ChZalokostas) |
    • poem ας είναι αρχή ν' ανοίξει η Πύλη διάπλατα | του οχτρού, για να μπει το ~ των Eλλήνων (Sikel)
  • ⓑ fig phr το ~ της ηλικίας the pick of youth (syn ακμή της νεότητος):
    • εχάθηκε ο γιος του στο ~ της ηλικίας του

[fr MG άνθος ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθός [anθós] ο,
  • ① blossom, bloom (syn in άνθος 1a):
    • ο ~ της αμυγδαλιάς, της μηλιάς, της ροδακινιάς κλ |
    • κλαρί γεμάτο ανθούς |
    • μια κοπέλα απίθωσε στα ποδαράκια του Bούδα μια φούχτα κόκκινους ανθούς (Kazantz) |
    • τα κορίτσια κόβανε ανθούς και στολίζανε τα μαλλιά τους (Rysianos) |
    • το μύρο των ανθών είχε μεθύσει τον αέρα (Sachinis) |
    • folks. στης μαντζουράνας τον ανθό | έγειρα ν' αποκοιμηθώ (DPetrop) |
    • ο κόσμος είν' ένα δεντρί, κ' εμείς το πωρικό του, | ο Xάρος είναι τρυγητής και παίρνει τον ανθό του (NPolitis) |
    • poem δεν είν' πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας | ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας (Solom) |
    • ύψωνε τ' Όρος των Eλαιών τα φωτισμένα πλάγια, | σπαρμένα ελιές και φοινικιές, γεμάτ' ανθούς και βάγια (Palam) |
    • άστραψαν γύρω του οι ανθοί | και κελαδήσαν τα πουλιά στο περιβόλι (Malakasis)
  • ② fig choice, pick, cream, flower (syn in άνθος 2):
    • διαλέγει τον ανθό κι αφήνει τα σκάρτα |
    • στον πόλεμο χάθηκε ο ~ του στρατού |
    • κάνουνε χίλια δυο χαιρέτια για να ξεπροβοδίσουν τον ανθό της πολιτείας (Vlami) |
    • είχα δει τον ανθό της τέχνης (Ouranis) |
    • poem κ' η Λιάκουρα της Λιβαδιάς και η Γκιόνα του Σαλώνου |
    • με τον ανθό της αντρειοσύνης .. (Palam)
  • ③ fig virginity (syn παρθενία, παρθενιά):
    • την ίδια νύχτα πήρε τον ανθό της κόρης, που ως τότε δεν την είχε αγγιγμένη (Prevelakis) |
    • poem εσένα πάντα μου λαχτάριζα, πάρε τον τον ανθό μου (Kazantz)
  • ④ phr στον ανθό in flower, blossoming, flowering (syn στο άνθι, στο άνθισμα, στην άνθιση):
    • τα ζουμπούλια σε λίγες μέρες θα 'ναι στον ανθό (EAlexiou)
  • ⓐ fig phr στον ανθό της, στον ανθό (της ηλικίας, της νιότης κλ) in the prime of life, in youth (syn phr in άνθος 3):
    • η Bασιλική, εικοσιδυό χρονώ, μες στον ανθό της |
    • είχε φύγει στον ανθό της νιότης του (Kazantz) |
    • poem όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό της νιότης (Solom) |
    • κ' η κόρη στον ανθό της, σα δεν παντρευτεί, | μαραζωμένη, ανώφελη γωνιάζεται (Palam) |
    • τι τόσους γιους τρανούς μου εσκότωσε πα στον ανθό της νιότης (Homer Il 22.423 Kaz-Kakr)

[fr LMG (17th c., Vlachos, Lex.) ανθός, der of άνθος by anal. w. καρπός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθόσκονη [anθóskοni] η,
  • pollen (syn λουλουδόσκονη):
    • είχαν γεμίσει κίτρινη ~ τα κοντουλά πευκάκια των λόφων (Plaskovitis) |
    • poem κ' είναι οι κοιλιές τους κ' οι μερούκλες τους ~ γιομάτες (Kazantz Od 5.118) |
    • καίνε σανό, λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ~ | κρόκων τα στέρνα της στεριάς (Elytis)

[cpd of άνθος & σκόνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοσμίας [anθozmías] ο, (L)
  • wine redolent w. flowers:
    • αγγεία με ανθοσμία |
    • εκτός από το ρετσινάτο έκαναν τον ανθοσμία, ρίχνοντας μέσα άνθη για να πάρει άρωμα (ChZalokostas) |
    • poem στην αγκαλιά σου σκλάβος ας χαθώ, | Πειθώ, παρά να ζήσω με τη βία | κι αν μου προσφέρει ακόμα να μεθώ | σε ποτήρι χρυσό τον ανθοσμία (Palam)

[fr kath ανθοσμίας ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοσπαρμένος, -η, -ο [anθosparménos]
  • strewn w. flowers (syn ανθόσπαρτος 1a, ανθοστρωμένος, λουλουδόσπαρτος):
    • τα χρυσοΰφαντα, ανθοσπαρμένα όλο χειροκέντητα άμφια αμέτρητοι μητροπολίτες τα φορέσαν στη λειτουργία της Λαμπρής (Athanasiadis-N) |
    • poem ω λιβάδι' ανθοσπαρμένα, | δεν ανθίζετε για μένα (Palam) |
    • κάμποι στους στοχασμούς ανθοσπαρμένοι, | κήποι με κρίνους και με ρόδα φλογερά (Malakasis)

[cpd of άνθος & σπαρμένος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθόσπαρτος -η -ο [anθóspartos] Ε5 : 1.που είναι σπαρμένος, γεμάτος με άνθη: Aνθόσπαρτες πεδιάδες / εκτάσεις. 2. (μτφ.) χαρούμενος, ευτυχισμένος: ~ βίος / δρόμος. (ευχή) (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν), σε νιόπαντρους.

[λόγ. ανθο- + σπαρτ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. semé de fleurs]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες