Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνηβος -η -ο [ánivos] Ε5 : που δεν έφτασε στην ηλικία της ήβης.
[λόγ. < αρχ. ἄνηβος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνηβος, -η, -ο [ánivos] (L)
- impubic, prepubescent, immature:
- τα μικρά κορίτσια, μάλιστα τ' άνηβα, δε μ' άρεσαν (Kondylakis) |
- θ' αντικρύσεις τα κατατόπια όπου άνηβα παιδάρια όρθωσαν την ψυχή τους (Panagiotop) |
- η αδυναμία του ήταν τα μικρά άγουρα κορίτσια με το αγορήσιο άνηβο κορμί (Karagatsis) |
- καθόταν μπροστά στην πόρτα ένα κοριτσόπουλο άνηβο (Moskovis) |
- poem στο νου των νέων Eλλήνων, |..| παίζεται κάποια μίμηση | της πάλης του άνηβου Θεού (Sikel) |
- άνηβη εγεύτη το φιλί η Pαχλού το κεχριμπάρι (Velmyras; Pαχλού fr Pαχηλού |
- Pαχήλ)
[fr kath άνηβος ← K, AG, cpd of pref ἀν- & eβη]
- impubic, prepubescent, immature: