Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄμφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άμφω (I), αντων.
  • Όλοι μαζί:
    • (Διγ. Gr. 2510).

[αρχ. αντων. άμφω]

[Λεξικό Κριαρά]
άμφω (II), επίρρ.
  • Kαι από τις δυο μεριές·
    • (εδώ) κατά δύο τρόπους:
      • (Eρμον. H 228).

[<αρχ. αντων. άμφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες