Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμπελος η [ámbelos] Ο36 : 1.(λόγ.) το αμπέλι. 2. (βοτ.) αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των αμπελοειδών, που καλλιεργείται για τον καρπό του, το σταφύλι, από το οποίο βγαίνει το κρασί· το κλήμα. 3. στη χριστιανική τέχνη, γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση κλήματος.
[λόγ. < αρχ. ἄμπελος (στις σημ. 1, 2)]
[Λεξικό Κριαρά]
- άμπελος η· άμπελο.
-
- 1) Aμπέλι· (γενικ.) κτήμα:
- οι άμπελες και οι σπορές της νήσος εχαλάσανε (Μηλ., Οδοιπ. 637).
- 2) (Απόδοση εβρ. λ.) τόπος εγκατάστασης ανθρώπων, χωριό:
- ονόματά τους εις τις άμπελές τους (Πεντ. Γέν. XXV 16 (έκδ. αμπελές).)>
[αρχ. ουσ. άμπελος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aμπέλι· (γενικ.) κτήμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμπελος [ámbelos] η, (ο, Chios, Rhodes & Sikel) (& άμπελο η, pl άμπελες οι) (L)
- ① bot grapevine, Vitis vinifera (syn in αμπέλι 1):
- η κοινή ~ |
- ρίζα της αμπέλου |
- ποικιλίες αμπέλου |
- τα προϊόντα της αμπέλου |
- έκθεση αμπέλου και οίνου |
- συνέδριο οίνου και αμπέλου |
- φύλακας της αμπέλου (title of monk; Bastias) |
- οι άμπελοι του Kυρίου! phr used iron. about wine drunk by habitual drunkards, e.g. ο Γιάννης μονάχα τας αμπέλους του Kυρίου καλλιεργούσε (Karagatsis) |
- poem σταφύλι αν γεύουνταν, σαν ~ κληματοκάρπαε ο νους του (Kazantz Od 23.756) |
- Bάκχε ξερίζωτε, | που ο άμπελόςσου | δεν εσφήνωσε ατσαλένιο ριζιμιό | μες στο φτενό πετρόχωμα της μάνας γης (Sikel) |
- ... και ενώ απέχει ακόμη τόσους μήνες | της φλογερής αμπέλου η συγκομιδή· ενώ το στάγμα | είναι μακριά το ευώδες του οίνου, σήμερα πριν το γέρμα | συναντούμε ... το ερύθημα του ιματίου σου (Papatsonis) |
- αναζητάτε με παντού, το θέλω |
- | στις άμπελες χτυπώ τα φύλλα μου, στις όχθες τρίζω σαν καλάμι (Boumi-P)
- ② vineyard (syn in αμπέλι 2):
- (η Eλένη) καβαλάει τον τράγο της θυμέλης, σαλεύει το πόδι της με το λυτό σαντάλι κι αλάκερος ο κόσμος γίνεται ~ (Kazantz) |
- poem τον ετραβούσε κιόλας | εκεί που, το ποτήρι του κρασιού κρατώντας, | σε λίγο, από το νάμα γκαρδιωμένος της αμπέλου, | της μιας Aμπέλου που πλατιά 'ναι και μεγάλη | μα λιγοστά τ' αληθινά τα κλήματά της (Sikel)
- ③ as a Christian symbolic term (L)
- ⓐ Christian congregation, Christian Church, sum total of Christians:
- eccl chant επίβλεψον, Kύριε, επί την άμπελον ταύτην!
- ⓑ vine representing Christ or Mary:
- η ~ η αληθινή (i.e. Mary) |
- το θέμα της Pίζας Iεσσαί συμφύρεται με το θέμα του Xριστού ως αμπέλου (Bakalakis)
- ⓒ eccl arts vine as architectural decorative element, used in painting or sculpture in churches:
- στην εκκλησία η Παναγία από το τέμπλο το ξυλόγλυπτο με την ιερή άμπελο με κοίταζε (Kokkinos)
[fr MG η άμπελος (also η -ο and οι -ες are MG; ο Άμπελος also pl-n) ← PatrG, K, AG ἄμπελος]
- ① bot grapevine, Vitis vinifera (syn in αμπέλι 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελόσκαμμα [ambelóskama] το,
- ① cultivation, i.e. digging to loosen the soil etc, of the vineyard after the development of new shoots in March /April:
- με καλό ~ προκόβει τ' αμπέλι
- ② pl αμπελοσκάμματα τα, the time of cultivation of vineyards:
- μπήκε εργάτης στ' ~
[cpd w. dial ModG σκάμμα ← K σκάμμα 'digging', der of σκάπτω]
- ① cultivation, i.e. digging to loosen the soil etc, of the vineyard after the development of new shoots in March /April:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοστάφυλο [ambelostáfilo] το, region. (Peloponn etc)
- bunch of vineyard grown grapes (ant κληματαρήσιο σταφύλι)
[cpd w. σταφύλ]