Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄμουσος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμουσος -η -ο [ámusos] Ε5 : 1.που δεν έχει μουσική παιδεία ή μουσική ευαισθησία. || που δεν έχει μουσικότητα: Tα περισσότερα καινούρια τραγούδια είναι άμουσα. 2. (παρωχ.) που δεν έχει ευρύτερη καλλιτεχνική παιδεία, καλλιέργεια.

[λόγ. < αρχ. ἄμουσος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμουσος1 [ámusos] ο, (L)
  • ① person uneducated in music, unmusical individual:
    • μερικοί χλευάζουν τη μουσική απαγγελία, είναι οι άμουσοι (Athanasiadis-N) |
    • η παροιμία 'γαϊδάρου λύραν έπαιζαν κλ' λέγεται ειρωνικά για τους άμουσους ή τους αδιάφορους καλλιτεχνικά (Loukatos)
  • ② person uncultivated in, or insensitive to, the arts, unrefined (syn απειρόκαλος, αφιλόκαλος):
    • το βιβλίο, ανίκανο να φέρει το φιλί της Mούσας εις τον άμουσο, είναι ικανό φτερά να δώσει και πνοή να γίνει του ποιητή που είναι από σόι (Palam) |
    • την πατρίδα ο K. την υπερασπίζει με φανατισμό· κάθε επιφύλαξη που εμπνέει στο λογιότατο ή στον άμουσο την παίρνει για τυφλαμάρα ή γι' ασέβεια (Prevelakis) |
    • θέλω να δείξω στους άμουσους το τι στερούνται (Papatsonis)

[substantiv. m of άμουσος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμουσος2, -η, -ο [ámusos] (L)
  • ① uneducated musically, not inclined or insensitive to music, unmusical:
    • ~ άνθρωπος, άμουση ψυχή |
    • φωνές άμουσες |
    • γράφει μια γλώσσα άμουση, άρρυθμη |
    • άμουσο στιχούργημα |
    • αυστηρή και άμουση πειθαρχία |
    • αυτό δεν είναι απαγγελία, είναι σχολαστική, άμουση φλυαρία (Athanasiadis-N) |
    • οι ώρες της ακολουθίας σημαίνονται με το σιδερένιο σήμαντρο και κυρίως με το ξύλινο· ο πιο ~ χτύπος που μπορεί φυσικά ν' ακουστή είναι αυτός ο τελευταίος (Papantoniou) |
    • η απόδοση του κειμένου είναι ό,τι πεζότερο, άμουσο, αντιποιητικό (Ploritis) |
    • είναι δύο άμουσα γένη αναγνωστών |
    • εκείνοι που ζητούν ευκολονόητα νοήματα και εκείνοι που ζητούν το ποίημα να επιδρά άμεσα στις αισθήσεις τους (Tsatsos) |
    • αντίθετ' από τον Kαλβίνο, τον άμουσο και βλοσυρό, ο Λούθηρος έγινε η μεγάλη πηγή μιας νέας μουσικής παιδείας (Kanellop)
  • ② uncultivated, uncultured, unrefined (syn απαίδευτος, απειρόκαλος, αφιλόκαλος):
    • πάρε μαζί σου και τον άμουσο σύζυγό σου |
    • στεγνός και ~ δάσκαλος |
    • ξεροί και άμουσοι καθηγητές |
    • το αντίγραφο σαν έργο τέχνης είναι άμουσο, κρύο, όχι συμπαθητικό |
    • θα γίνονταν άμουση κάπως και άμυθη η ζωή του, αν τώρα θρηνούσε ο Σωκράτης το θάνατό του (Thedorakop) |
    • παραδέχομαι ότι ο ελληνικός αναχωρητισμός είναι ρηχότερος, πεζότερος, αμουσότερος (Papanoutsos) |
    • πάνω σε ταπεινά πήλινα λυχνάρια, που ευνοούν το μισοσκόταδο σε άμουσες πια νυχτερινές ευωχίες είναι συχνές οι παραστάσεις κλινών (Karouzou)

[fr K ἄμουσος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες