Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄμμε
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άμμε το,
βλ. άμε (II).
[Λεξικό Κριαρά]
αμμέ,
βλ. αμή.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμέ s. αμέ.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμένιος, -α, -ο [aménjos]
  • sandy (syn αμμόγειος, αμμουδερός, αμμώδης):
    • poem σαν πετά την αμμένια του χλαμύδα | και πετά, παρατά τέτοιο έν' αχνάρι, | που τον ψαρά απατά μοιάζοντας ψάρι (Mammelis)

[der of άμμος w. suff -ένιος; cf K ἄμμινος 'sandy']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες