Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἄμικτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άμικτος, -η -ο [ámiktos] (sp. also άμεικτος & άμιχτος)
:
  • άμικτο χρώμα unmixed paint |
  • θα ήταν πιο καθαρό άσπρο εκείνο που θα ήταν άμιχτο, που μέσα σ' αυτό δεν θα ενυπήρχε χρώματος κανενός κανένα κομμάτι άλλο; (Andronikos)
  • ① unmixed, unadulterated, genuine, pure (syn αγνός, άδολος, ανόθευτος, καθαρός):
    • τα δάση έγιναν τα άσυλα των κατοίκων· αυτά εμπόδισαν τη μετανάστευση και τη διαρροή τους και διατήρησαν άμικτες τις παλαιές οικογένειες που είχαν καταφύγει εκεί· αυτά κράτησαν την καθαρότητα του γένους των (Vacalop) |
    • να ιδεί την ίδια την ομορφιά άδολη, καθαρή άμικτη, όχι ανακατωμένη με σάρκες κλ (Theodorakop) |
    • η καθαρή και άμικτη ηδονή είναι κάτι ανέφικτο (Papatsonis) |
    • οι ηδονές που είναι αληθινές και καθαρές, δηλαδή άμιχτες από λύπη (Andronikos) |
    • άμιχτη και γνήσια συγκίνηση αισθητική (id.)

[fr K, PatrG ἄμικτος ← AG, cpd w. μικτός, μεικτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες