Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκων -ουσα -ον [ákon] Ε12 : (λόγ.) ANT εκών. που κάνει ή που παθαίνει κτ. χωρίς τη θέλησή του· ακούσιος, αθέλητος, συνήθ. σε επιρρηματική χρήση, στην απαρχ. ΦΡ εκών* ~.
[λόγ. < αρχ. ἄκων, -ουσα, -ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκων, -ουσα, -ον [ákon] (L)
- against one's will, involuntary, unwilling (syn μη θέλοντας, χωρίς τη θέλησή του, ant L εκών):
- τον δέχτηκα ~ |
- το έκαμα ~ |
- | θα τον φέρω άκοντα |
- δε δικαιολογείται να εφαρμόσουμε τα συστήματά μας και στους νέους άκοντες Kυπρίους (Christidis) |
- | phr εκών ~ willing or not, willy-nilly |
- πήγα εκών ~
[fr K, AG ἄκων]
- against one's will, involuntary, unwilling (syn μη θέλοντας, χωρίς τη θέλησή του, ant L εκών):