Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκαυστος -η -ο [ákafstos] Ε5 : (λόγ.) που έχει την ιδιότητα να μην καίγεται, να αντέχει στη φωτιά ή στην πολύ υψηλή θερμοκρασία· άκαυτος2.
[λόγ. < αρχ. ἄκαυστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκαυστος, -η, -ο [ákafstos]
- unburnt or incombustible, fireproof (syn άκαγος) άκαυτος):
- άκαυστο καύσιμο unburnt fuel |
- άκαυστη βενζίνα] άκαυστα αέρια
- ⓐ noun άκαυστον το, (L), incombustibility
[fr AG ἄκαυστος, cpd w. καυστός (whence καυστ-ικός); cf ἄκαυτος]
- unburnt or incombustible, fireproof (syn άκαγος) άκαυτος):