Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκαιρος, επίθ.
-
- 1) Πρόωρος:
- (Bακτ. αρχιερ. 185).
- 2) Aδικαιολόγητος, παράλογος:
- Φόβοι άκαιροι (Eρωφ. (Ξανθ.) Β´ 137).
- 3)
- α) Aνάξιος λόγου, ασήμαντος, άχρηστος:
- τ’ αναγκαία σύντυχε, τα δ’ άκαιρα αφήσε (Kορων., Mπούας 3422)·
- β) μάταιος, ανώφελος:
- κέρδος άκαιρον του κόπου μας (Λίβ. (Lamb.) N 776).
- α) Aνάξιος λόγου, ασήμαντος, άχρηστος:
- 4) Άκυρος:
- πούληση … άκαιρη κατά … την ασσίζαν (Aσσίζ. 2866).
[αρχ. επίθ. άκαιρος. H λ. και σήμ.]
- 1) Πρόωρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκαιρος -η -ο [ákeros] Ε5 : 1.που γίνεται ή που λέγεται σε ακατάλληλο χρόνο, σε περίσταση που δεν ταιριάζει, που δεν αρμόζει· ανεπίκαιρος: Άκαιρες ενέργειες. H παρέμβασή του / η παρουσία του ήταν εντελώς άκαιρη. Θα ήταν άκαιρο να τεθεί θέμα αυξήσεων αυτή την περίοδο. ANT επίκαιρος. || άτοπος: Άκαιρες συζητήσεις. Άκαιρα αστεία. 2. (ως ουσ.) το άκαιρο: α. αυτό που είναι άκαιρο. β. η ιδιότητα του άκαιρου: Tο άκαιρο της παρουσίας του.
άκαιρα ΕΠIΡΡ: H ανακίνηση του ζητήματος έγινε ~. [αρχ. ἄκαιρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκαιρος, -η, -ο [áceros]
- ① taking place at an inopportune time, improper, malapropos, untimely, mistimed, ill-timed, inopportune, unseasonable (syn ακατάλληλος, ανεπίκαιρος, άωρος, παράκαιρος, ant επίκαιρος, κατάλληλος):
- κάνει άκαιρα πράγματα |
- σε στιγμή τόσο άκαιρη |
- άκαιρη ενέργεια inopportune action, untimely step |
- άκαιρη επέμβαση untimely intervention |
- άκαιρη κρίση |
- άκαιρη κουβέντα, άκαιρες συζητήσεις |
- άκαιρη συμβουλή, υπόμνηση, παρατήρηση |
- άκαιρες σκέψεις |
- άκαιρες ορθολογικές ερμηνείες |
- άκαιρες τρυφερότητες |
- άκαιρο αστείο, άκαιρη αστειότητα ill-timed (unseasonable) joke |
- άκαιρη παραίτηση, συνάντηση, σχολαστικότητα |
- ~ ναρκισσισμός |
- άκαιρες κ' επιπόλαιες απειλές |
- οι δηλώσεις ήταν εντελώς άκαιρες |
- δεν ήθελε να της χαλάση την ευχαρίστηση δείχνοντας άκαιρη εξυπνάδα (Drosinis) |
- θα 'ταν άκαιρο να πη ένα λόγο και να ευχαριστήση (Vlachogiannis) |
- η διευθέτηση (της υπόθεσης) δεν ανήκει ... στις άκαιρες, παράλογες και πάντοτε ύποπτες επιστροφές στο παρελθόν (Panagiotop) |
- ο ωραιοπαθής απογοητεύεται από την άκαιρη περιέργεια του θεωρητικού (Papanoutsos) |
- ξεστράτισε κάποτε και σ' ενθουσιασμούς άκαιρους και αδικαίωτους τελικά (Chourmouzios) |
- η προσφυγή (στα Hνωμένα Έθνη) ... κρίθηκε εντελώς άκαιρη (Christidis) |
- η τωρινή κρίση ... βύθισε τη χώρα στην τόσο άκαιρη εξάρθρωση (id.) |
- η μητέρα μου θύμωνε μ' αυτά τα άκαιρα δάκρυα (Valmas) |
- poem με σπλάχνος άκαιρο μακριά το χέρι σου με σπρώχνει (Markoras)
- ⓐ prematurely born, not full term (syn άσωστος, πρόωρος, ant σωστός):
- άκαιρο παιδί, πουλί, αρνί
- ⓑ unripe, green, of fruit (syn αγίνωτος, άγουρος, ανώριμος, άωρος ant γινωμένος, ώριμος):
- άκαιρα αχλάδια, μήλα, σταφύλια
- ② region. harmed by the unseasonable weather:
- άκαιρα σιτάρια
[fr MG άκαιρος ← K, AG]
- ① taking place at an inopportune time, improper, malapropos, untimely, mistimed, ill-timed, inopportune, unseasonable (syn ακατάλληλος, ανεπίκαιρος, άωρος, παράκαιρος, ant επίκαιρος, κατάλληλος):