Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτηκοΐα [aftikoía] η, (L)
- quality or state of having heard sth o.s., the being earwitness
[fr kath αυτηκοΐα ← ByzG; cf αμβλυκοΐα, ευηκοΐα, οξυκοΐα etc]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτήκοος -η -ο [aftíkoos] Ε5 : που ο ίδιος άκουσε κτ. να λέγεται και δεν το πληροφορήθηκε μέσο άλλου: Aυτόπτης και ~ μάρτυρας.
[λόγ. < αρχ. αὐτήκοος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτήκοος, -η, -ο [aftíkoos] (L)
- having heard sth o.s., earwitness:
- ~ μάρτυρας |
- θα ήταν παράλειψη εντελώς αδικαιολόγητη, αν δεν προσκομιζόταν εδώ η μαρτυρία ενός αυτήκοου παρατηρητή (Christidis)
[fr kath αυτήκοος ← K, AG, cpd w. combin form -ήκοος; cf ἀνυπήκοος, εὐήκοος, βαρυήκοος, Ξπήκοος]
- having heard sth o.s., earwitness: