Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αϋπνία η [aipnía] Ο25 : α.στέρηση ύπνου· αγρυπνία: Mε μάτια κόκκινα από την ~. β. αδυναμία για ύπνο: Φάρμακο / χάπια για την ~. H ~ είναι συχνή στην ώριμη ηλικία και σπάνια στην παιδική. || (συχνά πληθ.): Yποφέρω από φοβερές αϋπνίες.
[λόγ. < αρχ. ἀϋπνία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αϋπνία [aipnía] η, (L)
- lack of, or inability to, sleep, sleeplessness, insomnia (syn αγρυπνία 1):
- νύχτα αϋπνίας sleepless night, white night (syn άσπρη νύχτα) |
- ζαλισμένος από ~ |
- μάτια κουρασμένα από ~ |
- πάσχει, υποφέρει από ~ |
- τον τρώει η ~ |
- από το θάνατο της A. συχνά με κρατούσαν αυτές οι βασανιστικές αϋπνίες (Xenop) |
- μια βραδιά που ο Γιάννης είχε κοψομεσιαστεί απ' την πολλή δουλειά είχε αϋπνίες (Lountemis) |
- τέτοιος ύπνος ξεκουρντίζει τα νεύρα όσο κι η ~ (Karagatsis) |
- η πείνα κι η ~ μάς τυραννάνε (ADoxas)
[fr kath αυπνία ← K, AG, der of ἄυπνος]
- lack of, or inability to, sleep, sleeplessness, insomnia (syn αγρυπνία 1):