Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀχρήματος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχρήματος, -η, -ο [axrímatos] (L)
  • moneyless, penniless, indigent (syn in αδέκαρος):
    • ~ |
    • αχρήματη χώρα

[fr kath αχρήματος ← AG 'without money or means' (Herodot.+), cpd w. χρῆμα; cf ὀλιγοχρήματος, πολυ-, ἀφιλο-, φιλοχρήματος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες