Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρήματος, -η, -ο [axrímatos] (L)
- moneyless, penniless, indigent (syn in αδέκαρος):
- ~ |
- αχρήματη χώρα
[fr kath αχρήματος ← AG 'without money or means' (Herodot.+), cpd w. χρῆμα; cf ὀλιγοχρήματος, πολυ-, ἀφιλο-, φιλοχρήματος]
- moneyless, penniless, indigent (syn in αδέκαρος):