Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφρόντιστος, επίθ.
-
- 1) Που δε φροντίζει για κ., αμέριμνος:
- να περιπατεί αφρόντιστος, να χαίρεται τον κόσμον (Διγ. Esc. 814).
- 2) Που δεν τον φροντίζουν, παραμελημένος· απροστάτευτος:
- Περί μονάσαι θέλοντος και έχει παιδία και τα αφήσει αφρόντιστα (Bακτ. αρχιερ. 167).
[αρχ. επίθ. αφρόντιστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δε φροντίζει για κ., αμέριμνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφρόντιστος -η -ο [afróndistos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν φροντίσει, δεν τον έχουν περιποιηθεί, δεν του έχουν δείξει αγάπη, ενδιαφέρον, φροντίδα, που τον έχουν παραμελήσει· απεριποίητος. ANT φροντισμένος: ~ κήπος. Aφρόντιστο ντύσιμο. Aφρόντιστη εμφάνιση / συμπεριφορά. || Aφρόντιστο γράψιμο / ύφος. 2. (λογοτ.) ανέμελος, ξένοιαστος: Aφρόντιστη ζωή / νιότη.
αφρόντιστα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Σκορπάει ~ τα λεφτά του. [αρχ. ἀφρόντιστος (στη σημ. 2)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρόντιστος, -η, -ο [afrόndistos]
- ① carefree, unworried, unconcerned (syn in αφρόντιδος):
- αφρόντιστη νιότη |
- αφρόντιστο πουλάκι |
- ο χορός της δεν θα είναι ~, αγνός και χαρούμενος (Thrylos) |
- περιγραφή μιας ανέμελης και αφρόντιστης ερωτικής ζωής (Thrylos) |
- κοιμήθηκε ξέγνοιαστη, όπως τις παλιές, καλές, αφρόντιστες νύχτες (Vrachimis) |
- poem της νιότης τραγουδήστε μου το αφρόντιστο τραγούδι (Palam)
- ② uncared for, unattended to, neglected (syn αμελημένος, απεριποίητος 1, παραμελημένος):
- αφρόντιστο νεκροταφείο, περιβόλι, σπίτι |
- αφρόντιστα μαλλιά |
- η ατμομηχανή .. φθείρεται ακόμα κι όταν την αφήσετε αφρόντιστη έξω, στη βροχή, στη ζέστη (Saratsis) |
- poem .. σε άφηνα στο σπίτι μου να τρως κακοντυμένος, | λερός κι ~; κλ (Homer Od 19.328 Kaz-Kakr) |
- αφρόντιστα έχουν μείνει | τα έπιπλα, και τα δώρα | γυρεύουν τα χεράκια (Karyotakis) |
- κι αφρόντιστη καμιά γωνιά, Mάρτη τεχνίτη, δεν ξεχνάς (Skipis)
- ⓐ carelessly or shabbily made, slipshod, sloppy (syn απεριποίητος 1b, ατημέλητος 2, πρόχειρος):
- αφρόντιστη εφημερίδα |
- αφρόντιστοι στίχοι |
- το σχέδιο είναι κι εδώ βιαστικό κι αφρόντιστο (MChatzidakis) |
- οι αλλεπάλληλες αφρόντιστες εκδόσεις [θα] δημιουργήσουν σύγχυση (Vacalop)
- ⓑ untidy, shabby, ill-groomed, slovenly (syn απεριποίητος 2, ασυγύριστος 1b, ατημέλητος 1b, άφτιαστος 6b):
- αφρόντιστη εργάτισσα |
- αφρόντιστο ντύσιμο |
- είχε μιαν απερίγραπτη ευαισθησία στο ντύσιμό του και ποτές δε θυμούμαι να τον είδα αφρόντιστο (Venezis)
- ③ not artificial or contrived, unstudied, careless, negligent, natural (near-syn φυσικός):
- αφρόντιστη κίνηση |
- απλός και ~ αυτοσχεδιαστής, που τραγουδά πιο πολύ και δημοσιογραφεί, παρά που .. καλλιτεχνεί τις ιστορίες του (Palam) |
- το τάχα αφρόντιστο ύφος του κάτι έκρυβε (Terzakis) |
- αμφιβάλλω αν έχω άλλοτε ποτέ ιδεί ηθοποιό να χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο με τόσο αφρόντιστο σχεδόν τρόπο (id., adapted)
[fr MG αφρόντιστος (Digenis etc)←K, AG (Aeschylus ἀφρόντιστος), cpd w. *φροντιστός (: φροντίζω)]
- ① carefree, unworried, unconcerned (syn in αφρόντιδος):