Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀφαιμάσσω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφαιμάσσω [afemáso] aor αφαίμαξα (subj αφαιμάξω), pass αφαιμάσσομαι, (L)
  • ① med let or draw blood fr s.o., bleed s.o., (near-syn φλεβοτομώ)
  • ② fig drain one's resources, bleed s.o., exploit (near-syn απομυζώ 2b, αρμέγω 2):
    • η γραφειοκρατία, .. άμα σε πιάσει, θα προσπαθήσει να μη σε αφήσει, ίσαμε που να σ' αφαιμάξει οριστικά (Panagiotop) |
    • η Eυρώπη αφαιμάσσεται συστηματικά από τους δύο 'μεγάλους' (Pananoutsos)

[fr kath αφαιμάσσω ← LK (Soranus, 2nd c. AD), cpd w. αἱμάσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες