Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀτιμία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατιμία η [atimía] Ο25α : η ιδιότητα του άτιμου, η έλλειψη τιμιότητας· ανεντιμότητα: Πώς εμπιστεύεσαι άτομα γνωστά για την ~ τους; || (συνήθ. πληθ.) πράξη ή ενέργεια άτιμη, ανέντιμη ή δόλια· απάτη, κατεργαριά: Δεν το περίμενα να μας κάνει τέτοιες ατιμίες. Tις ατιμίες σου τις ξέρουμε· μην κάνεις τον αθώο. Tέτοιες ατιμίες εγώ δεν κάνω.

[λόγ. < αρχ. ἀτιμία]

[Λεξικό Κριαρά]
ατιμία η· ατιμιά.
  • 1)
    • α) Nτροπή, εξευτελισμός:
      • (Διακρούσ. 11011), (Iστ. Bλαχ. 351
    • β) προσβολή:
      • Ήλθες … εις ατιμίαν του γάμου (Πουλολ. 40).
  • 2) Aνυποληψία:
    • να μείνουν οι άρχοντες με την … ατιμίαν από τον λαόν (Σουμμ., Pεμπελ. 168).
  • 3) (Πληθ.) λόγια προσβλητικά:
    • ατιμίας πολλάς εφλυάρει (Iστ. πατρ. 14510).
  • 4) Άτιμη, αισχρή πράξη:
    • να πράξετε φόνους … και ατιμίες (Mαχ. 35213).
  • 5) Kαταισχύνη:
    • έλαβε ζημίαν κι εστράφη με ατιμίαν (Xρον. Mορ. H 5103).

[αρχ. ουσ. ατιμία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμία [atimía] η,
  • ① dishonor, disgrace, shame, indignity (syn αίσχος 1, ατίμωση 2, ντροπή, ant τιμή):
    • ~ |
    • ~ του σπιτιού |
    • τι ντροπή, τι συφορά, τι ~ ν' ακουστεί τέτοιο ξαφνικό για το σπίτι μας (Xenop) |
    • το να ζει μέσα στην ~ είναι ένας σκληρός πόνος (Vrettakos) |
    • οι ελεύθερες σχέσεις δε θεωρούνται πια ~ (Evelpidis) |
    • έκοψαν όλες με τα δόντια τη γλώσσα τους, .. για ν' αποφύγουν την ~ (ChZalokostas)
  • ② lack of honesty or integrity, dishonesty (syn ανεντιμότητα, ant εντιμότητα, τιμιότητα):
    • ~ |
    • μόλις .. τελειώσει ο πόλεμος, εγώ θα γυρίσω στην ~ (ChZalokostas) |
    • poem για ν' ανεβείς στην εξουσία, προσόντα |..| είν' η αγραμματοσύνη και η ~
  • ⓐ dishonest or disgraceful act, dishonesty (syn phr ατιμωτική πράξη, near-syn ασυνειδησία 2b):
    • δεν είχα γελαστεί πως σκεδιάζεις ~ |
    • θα 'κανα μία δεύτερη ~, αν σας άφηνα να 'χετε αυτή τη γνώμη για μένα (KPapa) |
    • δεν υπάρχει μικροπρέπεια κι ~, που να μην επιτρέπεται για το κρατικό μεγαλείο (Evelpidis) |
    • τα τάγματα τα δημιούργησαν χωρίς αμφιβολία οι ατιμίες των κομμουνιστών (ChZalokostas)
  • ③ clever or tricky person, rascal (syn άτιμος1 2, κατεργάρης, μπαγάσας):
    • τότες ξυπνός αυτός, πολίτικα ~

[fr postmed, MG ατιμία ← PatrG, K (also pap), AG ἀτιμία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμιά [atimiá] η, (& ατίμια) (D)
  • dishonor:
    • δεν ήτανε δική της η ~ |
    • poem ατίμια κι αρετή, ψευτιά κι αλήθεια | και της χαράς η τραγική γκριμάτσα (Kazantz) |
    • μα πριν κινήσουμε .. | να φύγει της σκλαβιάς ο κουρνιαχτός, της ατιμιάς η κρούστα (Kazantz Od 12.92)

[fr postmed & MG ατιμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες