Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατάρακτος, επίθ.
-
- Γαλήνιος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [257]).
[αρχ. επίθ. ατάρακτος. T. ‑χτος σήμ.]
- Γαλήνιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταραξία η [ataraksía] Ο25 : η ιδιότητα ή η κατάσταση εκείνου που δε χάνει την ψυχική του ηρεμία· ψυχραιμία: Aντιμετώπισε τις συκοφαντίες με απόλυτη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀταραξία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταραξία [ataraksía] η, (L)
- impassiveness, serenity, calmness, tranquillity, composure (syn απάθεια 1, ατάραχο, ηρεμία, ψυχραιμία):
- βουδική, εξοργιστική, μελαγχολική, ολύμπια, στοχαστική ~ |
- επικούρεια ~ philos ataraxia |
- διακόπτει, διατηρεί, χάνει την ~ του |
- κοιμάται, πολεμά με ~ |
- απαρίθμησε τα τραγικά γεγονότα με ξηρότητα και ~ (Papantoniou) |
- έκρυβαν την απαισιοδοξία τους πίσω από μια προσωπίδα αταραξίας (Kanellop) |
- τα νεύρα μου, που με ξεγελούσαν από χτες με μια φαινομενική ~, έσπασαν (Terzakis) |
- το τοπίο δείχνει τις αυστηρές γραμμές και την αιώνια ~ του (ChZalokostas)
[fr kath αταραξία ← PatrG, K, AG (Democr +) ἀταραξία, der of ἀτάραχος; cf postmed (Somavera) αταραξιά 'id.']
- impassiveness, serenity, calmness, tranquillity, composure (syn απάθεια 1, ατάραχο, ηρεμία, ψυχραιμία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάραχα [atáraxa] adv (L) (& region. ατάραγα)
- impassively, calmly, tranquilly, serenely (syn απαθώς, ατάραχτα, ήρεμα, ψύχραιμα):
- αποκρίνεται, διηγείται, χαμογελά ~ |
- ~ περνούσανε τους δρόμους όπου το βόλι λούφαζε και ξεσπούσε (Vlachogiannis) |
- έδυε μεγαλόπρεπα και ~ στον αυτοκρατορικό θρόνο της η γηραιά βασίλισσα Bικτωρία (Ouranis) |
- δέχεται ~ την έξαλλη αλλά κούφια παραφορά του Γ. (Thrylos) |
- ~ και γαλήνια θεωρεί τον ιδεοκρατούμενο κόσμο (Tsatsos) |
- poem και σα να μην τον πάτησε | του Xάρου το ποδάρι, | ο Aκρίτας μόνο ~ | κοιτάει τον καβαλάρη (Palam) |
- .. ατάραγα στων γερατειών την όχθη να ζυγώνεις (Murtiotissa)
[der of ατάραχος2]
- impassively, calmly, tranquilly, serenely (syn απαθώς, ατάραχτα, ήρεμα, ψύχραιμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάραχο [atáraxo] το, (L)
- impassiveness, serenity, calmness, tranquillity (syn in αταραξία):
- μια ροπή προς το καλό και προς το ~
[substantiv. n of ατάραχος2]
- impassiveness, serenity, calmness, tranquillity (syn in αταραξία):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατάραχος, επίθ.
-
- Γαλήνιος, ήσυχος, ανενόχλητος:
- (Aχιλλ. O 115), (Δούκ. 16321).
[αρχ. επίθ. ατάραχος. H λ. και σήμ.]
- Γαλήνιος, ήσυχος, ανενόχλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατάραχος -η -ο [atáraxos] Ε5 : α.που δεν ταράζεται, που παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας· ατάραχτος, ήρεμος: Aτάραχα νερά. β. (μτφ., για πρόσ.) που δε συγχύζεται, δεν εκδηλώνει κάποιο έντονο συναίσθημα ανησυχίας, θυμού, αγανάχτησης, φόβου κτλ.· απαθής, ψύχραιμος, νηφάλιος: Άκουσε ~ το κατηγορητήριο. Παρακολουθούσε με ατάραχο βλέμμα τη σφαγή.
ατάραχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀτάραχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάραχος1 [atáraxos] ο, (L)
- impassive or tranquil person (syn άπαθος1):
- νομίζουν πως ταιριάζει στους πνευματικούς ανθρώπους .. να παίζουν τον ρόλο του ατάραχου και του άπαθου (Tsatsos)
[substantiv. m of ατάραχος2]
- impassive or tranquil person (syn άπαθος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάραχος2, -η, -ο [atáraxos] (& region. ατάραγος)
- ① calm, serene, untroubled, undisturbed (syn L αδιασάλευτος 1, αδιατάρακτος, ατάραχτος 1):
- ~ |
- ατάραχη μέρα |
- ατάραχο τοπίο |
- ατάραχα βουνά |
- σπάνια σε κείνα τα μέρη αφήνουν τη θάλασσα ατάραχη οι ανεμοζάλες (Idas) |
- βυθίζονταν σ' έναν ύπνο μακάριο και ατάραχο (Venezis) |
- πήρε μια μικρή πέτρα και την πέταξε στ' ατάραχα νερά (Chatzianagnostou)
- ② impassive, imperturbable, calm, tranquil, composed (syn απαθής 3, ατάραχτος 2, ήρεμος, ψύχραιμος):
- ~ |
- ~ |
- ατάραχη ζωή, ομορφιά, φωνή, ψυχή |
- ατάραχη αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, κρίση, μεγαλοπρέπεια |
- ατάραχο βλέμμα, πρόσωπο, ύφος |
- βαδίζει, μένει, πολεμά ~ |
- εβύθισε ~ στο στήθος του το εγχειρίδιό του (Roussos) |
- ζήτημα τιμής ήταν να δαμάσουν τους φρικτούς πόνους των και να υπομείνουν την δοκιμασία ατάραχοι (Vacalop) |
- ~ αντιμετώπισε την εξέγερση (Melas) |
- ατάραγος τραβούσε από το θυλάκι του ένα διπλωμένο χαρτί (Vlami) |
- .. poem ο κύκνος πλέει ~
[fr postmed, MG ατάραχος ← K (also pap), AG (Aristotle +) ἀτάραχος, der of τάραχος (Xenoph.) bes syn AG ταραχή]
- ① calm, serene, untroubled, undisturbed (syn L αδιασάλευτος 1, αδιατάρακτος, ατάραχτος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατάραχτα [atáraxta] adv
- impassively, calmly, tranquilly, serenely (syn in ατάραχα)
[fr postmed (Somavera) ατάρακτα, der of ατάρακτος]