Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασυμπαθής, επίθ.
-
- Που δεν αισθάνεται συμπάθεια· ανελέητος:
- ασυμπαθείς εξετασταί (Γλυκά, Στ. 521).
[μτγν. επίθ. ασυμπαθής. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Που δεν αισθάνεται συμπάθεια· ανελέητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυμπαθής -ής -ές [asimbaθís] Ε10 : (λόγ.) ασυμπάθιστος.
[λόγ. < ελνστ. ἀσυμπαθής `που δε νιώθει συμπάθεια΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυμπαθής, -ής, -ές [asimbaθís] (L)
- unlikeable, unlovable, unattractive, unpleasing, unengaging (syn ασυμπάθητος 1, near-syn αντιπαθής, αχώνευτος, ant συμπαθής):
- ~ |
- ~ υπόθεση |
- έσπευσε να εμφανίσει την ασυμπαθή φάτσα του σ' όλα τα εικονογραφημένα περιοδικά (Athanasiadis-N) |
- για το αίσθημά μας είναι ~ |
- θα 'λεγε κανείς ότι όντας ~ ο εφοριακός στους φορολογούμενους πολίτες, θα ήταν τουλάχιστο συμπαθής στο κράτος (Psathas) |
- η πρωτοβουλία προσώπων, που υποστηρίζουν ατομική υπόθεση, κάνει το ζήτημα ασυμπαθές και ύποπτο (Palaiologos)
[fr kath ασυμπαθής ← postmed, MG (also pap, 8th c.) ασυμπαθής ← PatrG, K ἀσυμπαθής, cpd w. συμπαθής]
- unlikeable, unlovable, unattractive, unpleasing, unengaging (syn ασυμπάθητος 1, near-syn αντιπαθής, αχώνευτος, ant συμπαθής):