Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀστήρ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
αστήρ ο· αστέρας.
  • 1) Άστρο:
    • Ήλιε, φεγγάρι και Πουλιά κι αστέρες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 17711
    • (προκ. για διάττοντα αστέρα):
      • εβρέχανε οι σαϊτιές κι έρχουντα σαν αστέρες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 51618
    • (μεταφ.):
      • Bλέπετε … τους αστέρας εκείνους, τους Έλληνας (Διγ. Esc. 712 χφ κριτ. υπ.
    • (σε πληθ. προκ. για τα μάτια):
      • (Kυπρ. ερωτ. 233
    • εκφρ. αυγερινός αστέρας, αστέρας της αυγής = ο Αυγερινός:
      • (Aπόκοπ. 92), (Iστ. πατρ. 2024
    • φρ. βλέπω αστέρας = προκ. για ζάλη:
      • (Προδρ. II 92).
  • 2) (Στον πληθ.) ως ουράνιες δυνάμεις που επηρεάζουν τη ζωή του ανθρώπου·
    • φρ. αλμέγω τους αστέρας, βλ. αρμέγω 2.
  • 3) (Προκ. για ζώο) στίγμα σε σχήμα άστρου:
    • ομπρός εις το μετώπιν του χρυσόν αστέραν είχεν (ενν. το φαρίν) (Διγ. Esc. 11).
  • 4) (Εκκλ.) λειτουργικό σκεύος, ο αστερίσκος:
    • Περί λειτουργίας γινομένης και χυθούν τα άγια ή του πέσει ο αστήρ (Bακτ. αρχιερ. 163).

[αρχ. ουσ. αστήρ. O τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστήρ s. αστέρας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστήρικτος -η -ο [astíriktos] & αστήριχτος -η -ο [astírixtos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν στηρίξει ή που δεν έχει στήριγμα. 2. (μτφ.) για τον οποίο δεν υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα στα οποία θα μπορούσαν να στηριχτούν αδιάσειστα επιχειρήματα που να αποδεικνύουν ότι είναι αληθινός: Aστήρικτες κατηγορίες. Aστήρικτοι ισχυρισμοί / φόβοι.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀστήρικτος `ασταθής΄· 2: σημδ. γαλλ. insoutenable· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστήριχτα [astírixta] adv (& αστήρικτα)
  • groundlessly, baselessly, unsupportedly:
    • το κεφάλι .. δεν είναι ξένο ή νεώτερο, όπως ~έχει υποτεθεί (Karouzou) |
    • δεν άφηνε καμιά στιγμή το κριτήριό του να ευρύνει ~ κι αβασάνιστα το κέντρο και την ακτίνα του λόγου του (Diomatari)

[der of αστήριχτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστήριχτο [astírixto] το, (L) (& αστήρικτο)
:
  • το ~των εδαφικών διεκδικήσεων |
  • σάμπως να 'νοιωθε το αποκλειστικά υποκειμενικό και το ~ της γνώμης του (Palam)

[fr kath το αστήρικτον, substantiv. n of αστήρικτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστήριχτος1 [astírixtos] ο, (L)
  • unsupported or unaided person:
    • poem ο ~χωρίς φόβο επιτηρεί τον αστήριχτο (ZOikonomou)

[substantiv. m of αστήριχτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστήριχτος2, -η, -ο [astírixtos] (L) (& αστήρικτος)
:
  • ~τοίχος, φράχτης |
  • αποκαλύφθηκε η Bruges, αστήριχτη και αθέμελη πάνω απ' τα νερά (Ouranis) |
  • κύλησε βράχος παμμεγέθης .. και στάθη κατακέφαλά τους μετέωρος και στέκει ακόμη ~, δίχως να τους πλακώσει (Papatsonis)
  • ⓐ unsupported, unaided (syn αβοήθητος, ανυποστήρικτος 1):
    • θα μείνει ως το τέλος υλικά αστήρικτος και ψυχικά μόνος (Tsatsos)
  • ① unsupported, groundless, baseless (syn αβάσιμος, ανυποστήρικτος 2):
    • αστήρικτος ισχυρισμός |
    • αστήριχτη γνώμη, δήλωση, θεωρία, κατηγορία, πίστη, πρόβλεψη |
    • αστήριχτες ανησυχίες, αντιρρήσεις, αξιώσεις, δικαιολογίες, πληροφορίες |
    • αστήριχτο δόγμα, επιχείρημα, παράπονο |
    • οι φόβοι τους ήσαν υπερβολικοί και οι ενδοιασμοί τους αστήρικτοι (Roussos) |
    • οι πρώτοι ενθουσιασμοί τους ήταν κάπως υπερβολικοί κι αστήρικτοι (Charis) |
    • έχω .. την υποχρέωση να ανασκευάσω τις αστήριχτες επικρίσεις (Papanoutsos) |
    • προχώρησαν .. σε ερμηνείες του πλατωνικού στοχασμού αστήριχτες, καθώς πιστεύω (Andronikos)

[fr MG (4th c.), K (NT) ἀστήρικτος, cpd w. στηρικτός (IG 12.5.139.163)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες