Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀσπίς
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασπίς s. ασπίδα1.
[Λεξικό Κριαρά]
ασπίς (I) η· ασπίδα· ’σπίδα· ’σπίθα.
  • 1) Eίδος φαρμακερού φιδιού:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [316]).
  • 2) (Πιθ.) μυθικός δράκος:
    • (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 155).

[αρχ. ουσ. ασπίς. O τ. ασπίδα στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπίς (II) η.
  • Aμυντικό όπλο, ασπίδα:
    • (Διγ. Z 3644).

[αρχ. ουσ. ασπίς. Τ. ίδα στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες